Σάββατο βράδυ. Γύρισε κατάκοπη απ΄τη δουλειά. Είχε στη διάθεσή της δύο ώρες να πετάξει από πάνω της όλη τη σαπίλα της μέρας και να γίνει άνθρωπος. Ή μάλλον γυναίκα. Καλά, ας γινόταν άνθρωπος και για γυναίκα βλέπαμε.
Είχε κλεισμένο ραντεβού από καιρό. Καιρό όταν λέμε, εννοούμε χρόνια. Δέκα για την ακρίβεια. Και όταν λέμε ραντεβού δεν εννοούμε γκομενικό. Ή μάλλον και γκομενικό.
Απόψε θα συναντούσε φαντάσματα του παρελθόντος. Όλα μαζεμένα. Τους πρώτους έρωτες, τις πρώτες φιλίες, τις πρώτες αντιπάθειες. Είχε μάζωξη παλιών συμμαθητών. Reunion.
Το χειρότερο είναι πως το είχε ξεχάσει. Γιατί αν το θυμόταν θα φρόντιζε να έχει χάσει τα τρία κιλά που έχουν στρογγυλοκάτσει στους γοφούς της, θα είχε αγοράσει και τίποτα της προκοπής να βάλει. Ίσως είχε βάψει και τη ρίζα.
Βαριόταν οικτρά να πάει αλλά είχε και περιέργεια να δει τι απέγιναν όλοι εκείνοι με του οποίους μοιραζόταν τη καθημερινότητά της δέκα χρόνια πριν. Είχε ανάγκη να θυμηθεί ποια ήταν η ίδια δέκα χρόνια πριν.
Σε όλη τη διαδρομή πρόβαρε τα λόγια της. Έπρεπε να τους παρουσιάσει τη ζωή της με τα πιο ζωηρά χρώματα κι ας μην ήταν έτσι.
Φόρεσε το χαμόγελό της και μπήκε. Μετά τις πρώτες χαιρετούρες και τις κραυγές υποτιθέμενης χαράς άρχισαν οι ανακρίσεις. Τι κάνεις, που δουλεύεις, αν έχεις κάνει γάμο, παιδιά, σχέση ή χέσει.
Όλοι έμοιαζαν να έχουν κάνει λοβοτομή. Φορούσαν τα καλά τους, ζούσαν τις τέλειες ζωές τους και είχαν ύφος Γιάγκου Δράγκου επί εποχής Λάμψης.
Αφού έτσι παιζόταν το παιχνίδι, ήξερε κι εκείνη να παίζει. Τους μίλησε για το σπίτι των ονείρων της -που δεν έχει-, τον έρωτα της ζωής της -που δεν υπάρχει- και για τη dolce vita -που δεν κάνει-.
Τους φλόμωσε στο ψέμα. Πάτησε το repeat όσες φορές χρειάστηκε, κατέβασε μερικά σφηνάκια κι αποχώρησε πανηγυρικά.
Ξέρεις γιατί; Γιατί στους ανθρώπους, κάποιες φορές, πρέπει να λες αυτά που θέλουν να ακούσουν. Γιατί, κάποιες φορές, έχεις ανάγκη κι εσύ ο ίδιος να τ΄ακούσεις.
Γιατί σ΄αυτές τις συναντήσεις του κώλου δε πας για να δεις παλιούς φίλους που σου έλειψαν. Αν σου είχαν λείψει δε θα’κανες χρόνια να τους δεις.
Πας για να τονώσεις το «εγώ» σου, να πουλήσεις τον εαυτό σου, να πεις και να ακούσεις ψέμματα.
Πας για να δεις αν η απουσιολόγος έγινε μεγάλη και τρανή, αν ο γόης της τάξης έκανε φαλάκρα, αν η τσουλάρα του σχολείου εξακολουθεί να ανοίγει τα πόδια κι αν εκείνον που μισούσες τον πάτησε- επιτέλους- νταλίκα.
Πας για να ικανοποιήσεις τη περιέργειά σου και για να ανταλλάξεις κουτσομπολιά στο αυριανό τηλέφωνο. Πας γιατί όλοι κρύβουν μια κατίνα μέσα τους. Ακόμη κι εσύ.
Εσύ που κάποτε έφτιαχνες βεράκια με ημερομηνίες για να μη χαθείτε στο πέρασμα του χρόνου. Εσύ είσαι ο ίδιος άνθρωπος που σήμερα τους ψαχουλεύει στο facebook κι άμα τους πετύχει στο δρόμο θα κάνει πως δεν τους είδε.
Ξέρεις γιατί.
Γιατί ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Γιατί ό,τι αφήνεις σε αφήνει. Γιατί αλλάζουν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που μοιράστηκες το ίδιο θρανίο, σχολείο, χαρτζιλίκι. Γιατί άλλαξες κι εσύ.
Δε φοράς ελβιέλες, δε κρυφοκοιτάζεις το γκομενάκι στην αυλή και δεν κάνεις πια αναπάντητες για να δείξεις πως σκέφτεσαι κάποιον.
Στα reunion έρχεσαι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου. Με όσα φανταζόσουν πως θα γίνεις κι όσα έγινες. Έρχονται τα όνειρα και κολλάνε στη ζυγαριά κι εσύ τρέμεις προς τα που θα γείρει. Ποια παρέμειναν όνειρα και ποια έκανες πράξη.
Δε σε νοιάζει που το ξέρεις εσύ. Σε νοιάζει μη το μάθουν οι άλλοι. Να νομίζουν πως τα κατάφερες. Να σε έχουν ψηλά. Για αυτό το βράδυ, δέκα χρόνια μετά.
Σάμπως θα τους δεις κι αύριο;
Στην χειρότερη θα πετάξει κάποιος την αιώνια ατάκα:
«Τώρα που βρεθήκαμε, μη χαθούμε πάλι. Να πιούμε κανα καφέ».
«Ναι, θα κανονίσουμε», θα πεις εσυ.
Δεν θα κανονίσετε ποτέ κι από δω παν και οι άλλοι.