Μπαίνω στο μαγαζί, Σάββατο βράδυ, καλοκαίρι. Έχω έρθει διακοπές στο χωριό μου, επιτέλους μετά από ένα χειμώνα δύσκολο. 

Είμαι χαρούμενη, γιατί θα περάσω τον Αύγουστο με το αγόρι μου και τις δύο τρεις καλές μου φίλες. Έχω κάτσει στο μπαρ, έχω παραγγείλει μια μπύρα και ανάβω ένα τσιγάρο όταν ακούω ψιθύρους από μία κοριτσοπαρέα στο διπλανό τραπέζι.

«Σιγά την ωραία, ήρθε τώρα από την πόλη και νομίζει ότι είναι κάποια.»

«Όχι ρε, ωραία είναι και φαίνεται να μην την νοιάζει που την κοιτάνε έτσι.»

«Ε, όχι και ωραία, σαν αγγούρι είναι.» 

Γύρισα και τις κοίταξα. Πέντε κορίτσια οι οποίες ασχολούνταν με μένα, το σορτσάκι μου, τη μάρκα των τσιγάρων μου και τώρα και με το αγόρι μου.

«Σιγά που τη γουστάρει, αφού αυτός μέχρι πέρυσι τα είχε με την Χρύσα. Δεν την έχει ξεπεράσει ακόμη στο λέω εγώ.»

«Και αυτή όμως σιγά που δεν θα κάνει τίποτα με κανέναν άλλο στην πόλη.»

Παρατήρησα τον κόσμο γύρω. Σχόλια, σχόλια, σχόλια. Ένα μαγαζί γεμάτο σχόλια και κριτικές.

Όταν γύρισα σπίτι, σκεφτόμουν πόσο ο κόσμος δεν έχει ζωή. Πόσο δεν έχει ενδιαφέροντα και γι’αυτό ασχολείται με όλους τους άλλους. 

Όλα αυτά τα σχόλια μεταξύ θαυμασμού και ζήλιας τα βαριόμουν. Και με ξάφνιαζαν κιόλας, δεν τα είχα συνηθίσει.

Θαυμασμός και ζήλια. Τόσο λεπτές οι οριακές γραμμές ανάμεσά τους. Τόσο διαφορετικές έννοιες.

Ο θαυμασμός είναι η αρχή της ζήλιας. Όλα ξεκινούν γιατί κάποιος σου αρέσει πολύ. Αυτό που βλέπεις, που ακούς, που βγάζει ο άλλος.

Και μετά το θέμα είναι αν θα μείνεις εκεί ή αν θα αρχίσει να σου γεννιέται η απορία… Γιατί;

Γιατί εγώ δεν είμαι έτσι;

Γιατί εγώ δεν πέρασα στη σχολή που ήθελα;

Γιατί εγώ δεν έχω τόσο ωραίο γκόμενο;

Γιατί εγώ δεν έχω τόσες φίλες;

Και αυτή λοιπόν είναι η αρχή του κακού, της ζήλιας. Η ζήλια εμφανίζεται από τη στιγμή που αρχίζεις να μειώνεις το άτομο που θαυμάζεις για να νιώσεις εσύ καλύτερα.

Έρχεται η στιγμή που αρχίζεις να λες, να θάβεις, να βρίζεις, χωρίς ουσιαστικά να έχεις λόγο, χωρίς καμία δικαιολογία, μόνο και μόνο για να πείσεις τους γύρω σου και τον εαυτό σου ότι ο άλλος δεν είναι τόσο τέλειος όσο φαίνεται στα μάτια σου.

Χωρίς καν να ξέρεις τον άλλο. Είναι άσχημη η ζήλια τόσο για τον δέκτη, που δέχεται συνέχεια τόση αρνητική ενέργεια χωρίς κανένα απολύτως λόγο αλλά ακόμη περισσότερο για τον αυτόν που ζηλεύει. 

Αυτός που ζηλεύει είναι δυστυχισμένος, τον τρώει η μιζέρια και δεν μπορεί να σταματήσει. Σαν σαράκι που σου τρώει το μυαλό. 

Η ζήλεια είναι χαρακτηριστικό του Έλληνα. Δεν έχει μάθει να θαυμάζει, να χαίρεται με τη χαρά του διπλανού του. 

Με τον εγωισμό του πάνω από όλα δεν μπορεί να δει το καλό του φίλου του παρά μόνο το «κακό» το δικό του, το οποίο δεν υπάρχει κιόλας, είναι φανταστικό. Η ζήλια είναι ξεκάθαρα, ένα δηλητηριώδες συστατικό στη ζωή μας, που δεν έχει λόγο ύπαρξης.

Σταματήστε να ζηλεύετε, μάθετε να θαυμάζετε. Δεν είναι κακό να πεις ένα καλό λόγο για κάποιον άγνωστο, δεν είναι κακό να θαυμάσεις την ομορφιά του, να χαρείς με τον έρωτά του. 

Το ότι εκείνος είναι καλός δεν σε κάνει εσένα χειρότερο. Σταματήστε να ασχολείστε τόσο με όλο τον άλλο κόσμο, καταντά βαρετό, κουραστικό, μαλακισμένο. 

Ναι, μαλακισμένο μην θίγεσαι. Αντί να κάθεσαι λοιπόν και να σχολιάζεις το σορτσάκι μου, πήγαινε και αγόρασε και εσύ ένα και μην σε νοιάζει τι λέει ο κόσμος. Αντί να κάθεσαι και να στάζεις χολή για το δικό μου αγόρι, κοίτα να γίνεις πιο χαλαρή και να δεις πώς θα βρεις και εσύ κάποιον.

Δεν είναι τυχαίο που λένε ότι «όλες εσείς με το σηκωμένο φρύδι και την ειρωνεία, να ξέρετε πως οι άνετες που χαμογελάνε σας τρώνε τους γκόμενους». Είναι πολύ, μα πάρα πολύ αληθινό.

Οπότε χαμογελάστε και θαυμάστε. Ο θαυμασμός βοηθάει να γίνετε και εσείς καλύτεροι. Η ζήλια το μόνο που κάνει είναι να σας μετατρέπει σε μίζερα ανθρωπάκια, που τελικά ούτε ένα σορτσάκι δεν τολμάνε να βάλουν. 

 

Συντάκτης: Θαλασσινή Βοσταντζόγλου