Λένε ότι για να μάθεις έναν τόπο πρέπει να τον περπατήσεις με τα παπούτσια του ντόπιου. Να προσπεράσεις τις επικεφαλίδες των ταξιδιωτικών οδηγών, να σνομπάρεις τα καφέ των παραλιακών, να μην ακολουθήσεις τις πινακίδες.
Θέλει να σηκωθείς νωρίς με την αυγούλα, να κολυμπήσεις σε απόμερες παραλίες, να κόψεις φασκόμηλο απ’ το χωματόδρομο και να το φας.
Θέλει να καβαλήσεις μια μοτοσυκλέτα και ν’ακολουθήσεις τις μυρωδιές. Κάθε τόπος έχει τις δικές του. Κυπαρίσσι, μαστίχα, μανταρίνι, μποστάνια κι αμπέλια.
Λένε επίσης να προτιμήσεις παπούτσι απ’τον τόπο σου. Και προφανώς το συνιστούν για να γλυτώσεις τις συναισθηματικές γλίστρες. Άπαξ δε και η γειτονιά είναι μια σταλιά, τότε σου διασφαλίζεται μιας πρώτης τάξεως πληροφόρηση, μιας και όσα ξέρει η γειτονιά δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος. Γειτονιά μπορεί να ‘ναι και η Αθήνα, μη γελιέστε.
Κι επειδή στα σίγουρα ο έρωτας δε λογαριάζει γεωγραφικές συντεταγμένες, είναι εξίσου πιθανό με το αίσθημα να μοιράζεσαι μεσοτοιχία, όσο πιθανό είναι να μεσολαβούν ναυτικά μίλια και οδικά χιλιόμετρα. Αν με ρωτούσες όμως, θα σου έλεγα ότι το δεύτερο είναι απείρως πιο ενδιαφέρον κι επιμορφωτικό.
Όχι, το θέμα εδώ δεν είναι οι σχέσεις από απόσταση. Μπορεί να μοιράζεστε κοινή σταθερή βάση, μπορεί να μοιράζεστε ακόμα και κοινή στέγη σε μια πόλη «ξένη» και για τους δυο. Κάθε όμως που θα ‘ρχεται καλοκαίρι, Πάσχα ή τριήμερο και θα ‘χετε να επιλέξετε απόδραση στον τόπο καταγωγής του ενός ή του άλλου, τότε το ταξίδι αποκτά μια ταυτότητα προσωπική, βαθιά συναισθηματική και για τους δύο.
Δεν είστε πλέον τουρίστες, ακόμη κι αν είναι η πρώτη φορά που πατάτε το πόδι σας εκεί μαζί. Γίνεται ο ένας κομμάτι της ιστορίας του άλλου. Ένα τσιμεντένιο προαύλιο Λυκείου γίνεται αξιοθέατο κι ένα παγκάκι που κοιτάει σε φάρο εξομολογητήριο. Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι να γνωριστείτε, σε αυτά που είχες συνηθίσει να γνωρίζεις μόνο μέσα από αφηγήσεις, γίνεσαι ρόλος, αποκτάς υπόσταση, γεύση και μυρωδιά. Δεν ακούς απλώς, δε φαντάζεσαι· ξέρεις. Κι αυτή η γνώση γίνεται μαγνήτης που σε δένει όχι μόνο με τον άνθρωπο, αλλά και με τον τόπο. Ακόμη κι αν ο τόπος είναι ο δικός σου.
Με άλλη λαχτάρα περπατάς το χωριό σου όταν σφίγγεις το χέρι εκείνου που αγαπάς. Εκείνου που στα μάτια των υπόλοιπων ντόπιων είναι ξένος. Με άλλη όρεξη θα τα πιείτε στα «στέκια τα γνωστά» όταν ο μπάρμαν σου κλείσει συνωμοτικά το μάτι, πριν αρχίσει να εξιστορεί ευτράπελα της (μετ)εφηβείας σου. Με άλλο αέρα θα κολυμπήσεις στις παραλίες, θα επισκεφτείς για εικοστή φορά τα ίδια μουσεία, θα φωτογραφίσεις δέντρα και πολεμίστρες. Γιατί θα ξέρεις ότι κάθε κλικ δε θα είναι ίδιο με κανένα προηγούμενο.
Πάντα ήθελα να ταξιδέψω με τους έρωτές μου στο νησί μου. Να δουν τα polly pocket που έχει ακόμη φυλαγμένα η μάνα μου στην αποθήκη, να κάνουμε στάση για τσιγάρο στο δρόμο για τον Κούκο, να τσιμπήσουμε ψαρομεζέδες, να αρπάξουμε τα ποδήλατα στο Χαράκι, να τους δείξω πού χτύπησα το γόνατο και πού το σαγόνι.
Να με μάθουν σε κάθε ρόλο μου, κόρη, αδελφή και θεία, κακομαθημένο 16χρονο. Γιατί, δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε εσάς, αλλά τρέφω την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι είμαστε απαλλαγμένοι από κάθε ρόλο και υπόσταση που θέλουμε να προσδώσουμε με το έτσι θέλω στους εαυτούς μας, μόνο όταν βρισκόμαστε σε περιβάλλοντα που νιώθουμε απόλυτη ασφάλεια κι αποδοχή. Δηλαδή, στο σπίτι μας. Στο σπίτι της καρδιάς μας. Εκεί λοιπόν, απόλυτα εκτεθειμένη και μακριά απο περσόνες ντιβίστικες, ήθελα να ξαναγνωριστώ μαζί τους. Και με τον έρωτα και με μένα και με τον τόπο.
Ένα ταξιδιωτικό crash test. Μια καλά κρυμμένη για χρόνια ανάγκη να επανασυστηθώ χωρίς πισινές, χωρίς φανφάρες. Και μια προσδοκία, μια βουβή έκκληση, να γίνει η Ρόδος και τόπος δικός τους. Να τους εμπιστευτώ. Να μ’εμπιστευτούν. Και να με προσκαλέσουν στο δικό τους σπίτι, στα δικά τους παιδικά παιχνίδια, προαύλια, παγκάκια. Να αντιστραφεί το παιχνίδι, να ξεγυμνωθούν εκείνοι, να διαβάσω τους τίτλους της βιβλιοθήκης τους, να δοκιμάσω τις συνταγές της μάνας τους, να πιω ελληνικό καφέ στους πρόποδες ενός βουνού, άκρη Θεού, σε πλαστική καρέκλα.
Να ‘ναι καλά οι έρωτες. Μαζί τους γνώρισα Χίο, Σπάρτη, Κέρκυρα.
Κάθε μέρος που περπάτησα ερωτευμένη, το αγάπησα διπλά. Το έκανα δεύτερο, τρίτο και τέταρτο σπίτι μου. Και τα κρατάω μέχρι και σήμερα, όσοι άλλοι έρωτες κι αν μεσολάβησαν. Η αγάπη για τον τόπο δεν έχει ημερομηνία λήξης. Είναι ανεξάρτητη, δε λογαριάζει χωρισμούς, δεν παραγράφεται και δεν ξεχνιέται.
Είναι μια αγάπη αυτόνομη, κι όταν το αίσθημα καταλαγιάσει, παύει να συνδέεται με το πρόσωπο που στον σύστησε.
Και τότε απλώς θες να ξαναπάς στα ίδια μέρη, με τον άνθρωπο που αγαπάς για να είσαι εσύ ο ντόπιος, εκεί που κάποτε ήσουν ξένος.