Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Ναταλία Χριστοφή.

Το στιλό στο χέρι έτοιμο να απαντήσει στην τελευταία ερώτηση. «Γράψε τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης του Ψυχρού Πολέμου». Κάνω κάτι τελευταίες διορθώσεις στο γραπτό μου και κοιτάω το ρολόι. Ο μεγάλος δείκτης είναι στο έντεκα και ο μικρός επίσης στο έντεκα. Είναι έντεκα παρά πέντε. Σε πέντε λεπτά χτυπάει το κουδούνι και το σχολείο θα γίνει παρελθόν, τουλάχιστον για δυο, τρείς μήνες. Είναι η σειρά τώρα των beach party, του νυχτερινού μπάνιου, των βραδιών με κιθάρα γύρω από τη φωτιά με παρέα, του ξενυχτιού, της παραλίας, των ταξιδιών και πολλών άλλων. Έφτασαν επιτέλους οι καλοκαιρινές διακοπές.

Γυρνάω σπίτι, καταχωνιάζω τα βιβλία στο πατάρι (δεν θα τα χρειαστώ άλλο) και ετοιμάζομαι για το βράδυ που θα βγω με τη γνωστή παρέα να το γιορτάσουμε. Το είχαμε κανονίσει εδώ και καιρό να βγούμε μετά τις εξετάσεις οπότε το περίμενα πώς και πώς. Τα παράθυρα ανοιχτά, το pillow radio στο φουλ και εγώ μπροστά στη ντουλάπα μου προσπαθώντας να βρω το καλύτερο ντύσιμο για απόψε, γιατί θα είναι εκεί και ο Αχιλλέας.

Είμαστε φίλοι εδώ και κάμποσο καιρό αλλά ποτέ δεν του έδειξα πώς νιώθω, από φόβο μήπως τα αισθήματα δεν ήταν αμοιβαία. Σήμερα όμως, είχα πει ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Σκεπτόμενη όλα αυτά δεν είδα πως πέρασε η ώρα και έβαλα γρήγορα ένα στράπλες φόρεμα, πήρα την τσάντα μου και πήγα στο μετρό. Είχαμε δώσει ραντεβού στο κέντρο όπως πολύς κόσμος σήμερα. Έφτασα στο Μοναστηράκι, βγήκα έξω και ήταν όπως το περίμενα, τίγκα στον κόσμο. Παρέες να φωνάζουν και να γελάνε, ζευγαράκια να περπατάνε χέρι χέρι, παιδιά να τρέχουν παντού, ο Αχιλλέας να μου γνέφει από μακριά.. Ωχ ο Αχιλλέας, είπα και πήγα κοντά του.

Με το που με είδε, μου είπε αυτό που κάθε κοπέλα περιμένει να ακούσει από ένα αγόρι « Είσαι πολύ ωραία σήμερα ». Οπότε μπορείτε να φανταστείτε την αντίδρασή μου. Μόνο τούμπες δεν έκανα από τη χαρά μου όταν το άκουσα. Μετά από λίγο ήρθαν και οι υπόλοιποι και περπατήσαμε λίγο προς Θησείο μέχρι να βρούμε πού να πάμε.

Τελικά πήραμε ξανά το μετρό και καταλήξαμε στον Κεραμικό για κλάμπινγκ. Να τα σφηνάκια, να τα κοκτέιλ το ένα μετά το άλλο και η διάθεση στα ύψη. Κατά τις 6 το πρωί καταλήξαμε να παίζουμε μπουκάλα στην ταράτσα ενός από των παιδιών ακούγοντας μουσική και πίνοντας μπίρες. Και τότε, σαν να το ήθελε η μοίρα, έγινε. Το καπάκι του μπουκαλιού δείχνει εμένα και ο πάτος του μπουκαλιού αυτόν. Έπρεπε να με φιλήσει. Σηκώθηκε, ήρθε μπροστά μου, μου χαμογέλασε (με αυτό το τέλειο χαμόγελό του) και… ΜΠΑΜ. Άμα σας πω ότι απλά η γη σταμάτησε να γυρίζει ή ότι τα πάντα γύρω έγιναν θολά εκτός από εμάς τους δυο ή ακόμα ότι το τραγούδι «Ερωτεύτηκα» της Κοκκίνου ήταν σαν να έπαιζε στο μυαλό μου θα το πιστέψετε; Καλά εντάξει το τραγούδι όχι αλλά τ ’άλλα ήταν ακριβώς έτσι. Το είδα στα ματιά του, ότι και αυτός το ένιωσε και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα!

Γύρισα στο σπίτι μου κατά τις 10 το πρωί και δεν πίστευα αυτό που μόλις είχε συμβεί. Με πήρε όμως ο ύπνος και ξύπνησα ή μάλλον με ξύπνησε ο ήχος του “El gitano del amor” που το έχω βάλλει για ringtone. Το σηκώνω και από την άλλη ακούω τη φωνή του. Μου πρότεινε να πάμε για καφέ το απογευματάκι και εννοείται είπα ναι. Έφτασα πιο νωρίς, γιατί για πρώτη φορά δεν άργησε το λεωφορείο και κάθισα σ ‘ένα σκαλοπάτι να τον περιμένω. Ούτε πέντε λεπτά δεν πέρασαν και τον είδα ανάμεσα στο πλήθος να έρχεται προς τη μεριά μου. Κρατούσε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στα χέρια και μου το έδωσε όταν έφτασε, έχοντας πάντα αυτό το χαμόγελο στα χείλη που με κάνει να λιώνω.

Καθίσαμε για καφέ στις οχτώ και πήγε έντεκα χωρίς καν να το καταλάβουμε. Ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα όταν περνάς καλά. Μιλάγαμε για τα πάντα, γελάγαμε και ξαφνικά με κοίταξε στα ματιά και με φίλησε. Η καφετέρια έκλεινε οπότε φύγαμε και ανηφορίσαμε προς τα βραχάκια χέρι χέρι. Τώρα ήμουνα και εγώ σαν τα ζευγαράκια που έβλεπα να περπατάνε μαζί. Σταθήκαμε λίγο να χαζέψουμε τη θέα και με πήρε στην αγκαλιά του. Ένιωθα να πετάω στα σύννεφα και εκεί ήταν που μου λέει ότι πάντα του άρεσα, αλλά δεν είχε το θάρρος να μου το πει. Ήταν λες και ήμουνα σε παραμύθι και ήταν το happy end με το «ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Ήμασταν πια επισήμως μαζί.

Την επόμενη πήγαμε σινεμά να δούμε ένα θρίλερ. Τη μεθεπόμενη για μπάνιο στη Βουλιαγμένη. Πήγαμε σε λούνα πάρκ, περπατήσαμε και καθίσαμε μέχρι τις πρώτες ώρες της ημέρας για να δούμε την ανατολή και κάθε φορά ήταν όλο εκπλήξεις και τον ερωτευόμουν όλο και περισσότερο.

Ένα βράδυ βγήκαμε όλη η παρέα πάλι και έτσι όπως μιλάγαμε μου λέει στο αυτί «Διάλεξε. Πάρο, Σκόπελο ή Σκιάθο;» Δεν κατάλαβα τι εννοούσε αλλά του απάντησα Πάρο, γιατί έχω ακούσει ότι είναι ωραία και δεν έχω πάει ακόμα.

Όταν ξύπνησα το πρωί, μου είχε στείλει μήνυμα λέγοντας «Φτιάξε βαλίτσα για τέσσερις μέρες και θα έρθω σήμερα να σε πάρω στις δυο». Το μυαλό μου πήγε στη χθεσινή μας συζήτηση, αλλά έφτιαξα τη βαλίτσα και είπα θα μάθω σε λίγο τι έχει ετοιμάσει. Στις δύο ήταν κάτω από το σπίτι μου και με περίμενε. Με φίλησε, έβαλε τη βαλίτσα στο πορτ μπαγκαζ και ξεκινήσαμε. Ήταν πολύ ωραία ντυμένος. Φορούσε βερμούδα παραλλαγής και ένα αμάνικο μπλουζάκι που τον έκανε πολύ σέξι και ταίριαζε με τα γυαλιά ηλίου του. Φτάσαμε στο λιμάνι και εκεί έβγαλε τα εισιτήρια για Πάρο από την τσέπη του και μου λέει «Μπορείς να διαλέξεις με ποιον θες να πας. Είναι για δύο άτομα.» Τον κοιτάω γελώντας, του σκάω ένα φιλί στα χείλη και του παίρνω το χέρι να πάμε στο καράβι.

Σε όλο το ταξίδι ήμασταν καθισμένοι στο κατάστρωμα και παίζαμε πόρτες και πλακωτό (γιατί διακοπές χωρίς το τάβλι μαζί δε γίνεται) ή απλά χαζεύαμε το απέραντο μπλε της θάλασσας μήπως και δούμε κανένα δελφίνι.

Φτάσαμε στην Πάρο προς το βραδάκι και πρώτα πήγαμε να αφήσουμε τα πράγματα μας στο ξενοδοχείο και μετά βγήκαμε να φάμε κάτι. Τι σαγανάκια, τι κολοκυθοκεφτέδες, τι τυροπιτάκια, τι καλαμαράκια και χταποδάκια, τι σουβλάκια, τι καρπούζι στο τέλος. Τύφλα να έχουν οι ξένοι γιατί η ελληνική γαστρονομία είναι η καλύτερη. Εξάλλου ο έρωτας, όπως έλεγαν και οι παλιοί, περνάει πρώτα από το στομάχι. Μπορεί όλα αυτά που φάγαμε να μην ήταν τόσο αφροδισιακά (εκτός από το καρπούζι) αλλά γυρίσαμε στο ξενοδοχείο με όρεξη. Δυο νέοι ερωτευμένοι ήμασταν εξάλλου μόνοι τους σ’ ένα νησί.

Το πρωί είχαμε πει να πάμε για τρέξιμο για να ανακαλύψουμε τα στενάκια του νησιού, γιατί σε αυτά βρίσκεις τις ομορφιές του. Τι καλύτερο λοιπόν από το να κάνεις τα πράγματα που σου αρέσουν με αυτόν που αγαπάς; Τίποτα νομίζω. Γυρίσαμε πάνω στην ώρα για το πρωινό. Το είχε όμως κανονίσει να έρθει στο δωμάτιο οπότε βγήκαμε και το φάγαμε στο μπαλκόνι.

Μόλις τελειώσαμε βάλαμε τα μαγιό μας και φύγαμε για την παραλία. Παίξαμε ρακέτες, beach volley με κάτι τουρίστες που γνωρίσαμε, έβαλε ο ένας στον άλλον λάδι και κάναμε ηλιοθεραπεία, γελάγαμε, μιλάγαμε και απλά καθίσαμε εκεί μέχρι τις πρώτες ώρες του απογεύματος.

Κάπως έτσι πέρασε αυτό το τέλειο τετραήμερο μαζί του. Ήταν μια ευκαιρία να ζήσουμε τον έρωτά μας και να φτιάξουμε τις δικές μας αναμνήσεις. Πρωί Σαββάτου πήραμε το καράβι και γυρίσαμε back to base, στην Αθήνα.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Κουνάω το κεφάλι μου και ήταν λες και με είχε πάρει ο ύπνος κοιτάζοντας το ρολόι. Ήταν τα μεγαλύτερα πέντε λεπτά της ζωής μου. Σηκώνομαι λοιπόν και δίνω το γραπτό μου. Έφτασαν επιτέλους οι καλοκαιρινές διακοπές. Γυρνάω σπίτι, καταχωνιάζω τα βιβλία στο πατάρι (δε θα τα χρειαστώ άλλο) και ετοιμάζομαι για το βράδυ που θα βγω με τη γνωστή παρέα να το γιορτάσουμε.

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ναταλίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!