Μακάρι αυτό το «κλικ« να ήταν απλά ένας διακόπτης, που όπως άναψε να μπορεί να σβήσει, αλλά φαντάζει αδύνατον. Γιατί αν σου συμβεί, πράγμα σπάνιο, είναι σαν μια όμορφη φλόγα που σου ζεσταίνει την καρδιά και δε θες να τη σβήσεις, μ’ αποτέλεσμα να καταλήγει ανεξέλεγκτη, παρασύροντάς σε στη δίνη της αφύπνισης.
Νιώθεις σαν να ήσουν σε έναν βαθύ λήθαργο τόσο καιρό, ξοδεύοντας τον χρόνο σου άσκοπα με κενούς ανθρώπους και ρηχές προσωπικότητες. Με χλιαρά πάθη και καθόλου όρεξη για προσπάθεια. Μουδιασμένο κορμί και μαστουρωμένος νους. Έρχεται όμως εκείνη η στιγμή και σου δίνει ένα δυνατό σπρώξιμο, ταρακουνώντας όλο σου τον κόσμο.
Είναι εκείνη η ξεχωριστή στιγμή που συναντάς ένα τόσο μοναδικό κράμα ανθρώπου, που το ‘χεις ξεχωρίσει απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή που του μίλησες. Που του έδωσες το χέρι για τη χειραψία γνωριμίας και που το χαμόγελό του έδιωξε όλα τα προβλήματα που είχες στοιβαγμένα μέσα στο κεφάλι σου, χωρίς καμία προσπάθεια. Εκείνος ο άνθρωπος που με την πρώτη του κουβέντα και την πρώτη του ματιά, ήταν σαν να σου ‘λεγε «Ήρθα, συγγνώμη που άργησα τόσο».
Και ξαφνικά όλος εκείνος ο χρόνος που περίμενες γι’ αυτό το κάτι, μοιάζει ασήμαντος και μικρός. Το μόνο που σ’ ενδιαφέρει από ‘κεί και πέρα είναι πώς θα μπορέσεις να τον πλησιάσεις με χειρουργικές κινήσεις, χωρίς να τον πληγώσεις ή να τον τρομάξεις. Να του δώσεις να καταλάβει πως είναι ό,τι ακριβώς έψαχνες. Το μόνο που θες είναι να σου δώσει την ευκαιρία να του αποδείξεις ότι έχεις τόσα πολλά να του προσφέρεις, άσχετα αν δεν γνωρίζεστε. Να του ξεδιπλώσεις όλο σου το είναι σε μια κόλλα χαρτί, να τη διπλώσεις και να τη βάλεις στην τσέπη του τζιν του, σαν ραβασάκι.
Μέσα σου νιώθεις ότι γνωρίζεις αυτόν τον άνθρωπο τόσο καλά, όσο το πίσω μέρος του χεριού σου. Η αύρα του μοιάζει τόσο οικεία, που όταν μιλάτε νιώθεις ότι είσαι σ’ ένα ήσυχο και γαλήνιο εξωτικό μέρος όπου κανείς και τίποτα δεν μπορεί να σε πειράξει. Την πρώτη φορά που θ’ αντικρίσεις το βλέμμα του, θα το αποτυπώσεις στη μνήμη σου τόσο βαθιά, σαν πυρωμένο σίδερο και θα μπορείς να το αναγνωρίσεις μέσα σε πλήθος προσώπων σαν από ένστικτο.
Θα ερωτευτείς το περπάτημά του, το χαμόγελό του, ακόμα και τα νεύρα του. Καθετί πάνω σ’ αυτόν τον άνθρωπο θα μοιάζει μαγικό για σένα και μόνο για σένα. Τα ψεγάδια που παρατηρούν οι υπόλοιποι πάνω του θ’ ακούγονται σαν ένα κακόγουστο αστείο κι ως δια μαγείας όταν τον κοιτάς, όλο το σκηνικό θα γίνεται γκρίζο. Η μόνη μορφή στο τοπίο που θα ‘χει χρώμα θα ‘ναι αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος.
Αυτός ο άνθρωπος που σου ‘δωσε πνοή άθελά του, χωρίς να το γνωρίζει, τη στιγμή που πέθαινες από ασφυξία κι έχανες την πίστη σου. Τη στιγμή που νόμιζες ότι η φλόγα του πάθους κι η όρεξη για να ζεις τη ζωή στο έπακρο άρχισε να σβήνει σιγά-σιγά.
Όλοι μας έχουμε συναντήσει έναν τέτοιον άνθρωπο στη ζωή μας κάποια χρονική στιγμή. Κάποιον άνθρωπο που τον θυμόμαστε με ρομαντικές σκέψεις ή ακόμα μπορούμε και τον ζούμε, έχοντάς τον δίπλα μας. Όσοι δεν είχατε την τύχη να γνωρίσετε κάτι παρόμοιο ακόμα, κρατηθείτε καλά, γιατί θα συμβεί αργά ή γρήγορα κι είναι αναπόφευκτο.
Επιμέλεια Κειμένου Παναγιώτη Καπτζιλή: Ιωάννα Κακούρη