Θέλω να σου μιλήσω και θέλω να στα πω χωρίς περιστροφές. Γιατί, ξέρεις, έχω κι αυτή την τάση να μου έρχονται οι σκέψεις ετεροχρονισμένα. Ένα μήνα και κάτι μετά, θυμάμαι ατάκες που έπρεπε να πω, δάκρυα που έπρεπε να κρατήσω και φίλους που δεν έπρεπε να ξυπνήσω αξημέρωτα εξαιτίας σου.
Εντάξει, όπως και να το δεις, κάτι σπουδαίο δεν είχαμε. Αλλά θέλεις η ανάγκη μου, θέλεις η μαλακία που με πήρε στο κυνήγι απ’ τα γεννοφάσκια μου και κάθε που με πιάνει μου ρίχνει βρομόξυλο, εγώ ένιωσα για ‘σένα. Τα γνωστά, λίγο-πολύ. Πίστεψα ότι δεν είμαι μια μπριζόλα στο ψυγείο σου για ορεκτικό, αλλά θα εξελισσόμουν σε κυρίως γεύμα, σαλάτα και επιδόρπιο.
Το βράδυ που ανακάλυψα ότι θα καταχωνιαστώ στον πάγο μέχρι την επόμενη απόψυξη, δεν το πήρα καλά. Θυμάσαι; Σου είπα πράγματα που δε συνηθίζω, προσπάθησα να καθυστερήσω το αναπόφευκτο, να καταλάβω γιατί, νομίζω ότι σε κάποια φάση προσπάθησα να σε μεταπείσω κιόλας. Κι εσύ μου απάντησες. Μου είπες «Ό,τι και να πεις έχεις δίκιο».
Συγγνώμη, μωρό μου, αλλά το μόνο που κατάφερες μ’ αυτή τη φράση, ήταν να με γλιτώσεις για λίγο από τη μόνιμη και άκρως ενοχλητική υπότασή μου. Λες να με ένοιαζε να έχω δίκιο; Φυσικά και είχα και το ήξερα. Δεν έψαχνα την επιβεβαίωσή σου. Εσένα έψαχνα.
Τι να το κάνω που είχα δίκιο να φοβάμαι; Tι να μου πει που κατάλαβες ότι κακώς έκαμψες τις αντιστάσεις μου; Και τι που μου δίνεις δικαίωση; Nα την πάρεις και να τη βάλεις εκεί που δε βλέπει ήλιος. Και για να μην καταλάβεις μαλακία, εννοώ σ’ ένα πατάρι πίσω-πίσω μην τυχόν και την ξαναδω ποτέ, γιατί τότε θα στη δώσω να τη φας.
Πώς να στο πω να το καταλάβεις; Δεν ήθελα να έχω δίκιο. Ναι, το είπα. Γιατί να θέλω να βρω το δίκιο μου, αν είναι να χάσω αυτό που νόμισα για λίγο ότι βρήκα;
Γι’ αυτό κάτσε και σκέψου λίγο. Ναι, με διαφορά φάσης κι εσύ. Σκέψου πόσο ήθελα να σου σπάσω τη μούρη και τα κωλοδάκρυα μου χαλούσαν το στόχο. Δεν κατάλαβες πόση αδιαφορία έδειξες με μία φράση, έτσι; Δεν μπήκες καν στον κόπο, να εξηγήσεις και με ξεπέταξες με ένα «έχεις δίκιο». Και στα μάτια σου φάνηκες τόσο καλός ε; Σωστός ιππότης.
Με άφησες να ξεσπάσω, υπομένοντας την οργή μου. Η οποία δεν ήρθε ποτέ, αλλά τι σημασία έχει; Εσύ ήσουν έτοιμος να τη δεχτείς. Χμμ, πώς μπορώ να εκφραστώ γι’ αυτό σου τον αλτρουισμό και την κατανόηση που επέδειξες; Α, ναι. Αρχίδια βροντόσαυρου. Απλά μου έδωσες ένα λόγο λιγότερο για να σε πενθήσω φεύγοντας.
Και επειδή το χειρίστηκες πολύ σωστά εκείνο το ξημέρωμα, δε μου έδωσες μόνο δίκιο, όχι. Ζήτησες και συγχώρεση – κατά μία έννοια. Μου είπες –κατά λέξη– «Συγγνώμη που τελικά βγήκα μαλάκας». Δώσε μου μισό λεπτό, μην πνιγώ κιόλας απ’ το γέλιο μου και επιστρέφω.
Τι έλεγα; Α, ναι. Λοιπόν, με κάποιο τρόπο με έκανες να πιστέψω σε ‘σένα, με άδειασες με τον χειρότερο τρόπο, μου έδωσες απλόχερα το δίκιο μου κι ας μην το ήθελα και εξαιτίας σου έχασα ύπνο και μια πολύ γενναία ποσότητα καφέ που τώρα στερούμαι. Το μόνο που πήρα, ήταν κιλά. Ε, όχι λοιπόν. Δε σε συγχωρώ. Και το δίκιο, χάρισμά σου για την επόμενη.
Επιμέλεια Κειμένου Ιρρόης Καρυπίδου: Πωλίνα Πανέρη