Παρατηρώντας τους περαστικούς, τους φίλους και γνωστούς θα παρατηρήσεις διαφορετικά χρώματα, διαφορετικά ύφη κι ενέργειες, διαφορετικές εντάσεις. Αν μισοκλείσεις τα μάτια για να γίνουν ακόμα πιο ξεκάθαρες οι λεπτομέρειες, τότε θα αρχίσεις να βλέπεις τα σημάδια, τα τραύματα, τα παράσημα και τις κορόνες πάνω τους. Αυτά τα απέκτησαν από τις μάχες με τον έρωτα, με τις φιλίες, με τους υπόλοιπους ανθρώπους και τα «χαστούκια της ζωής». Θα μείνω σε εκείνους με τις πληγές. Εκείνους με τις πληγές που εφόσον και αφότου τις απέκτησαν, ξέρουν και τείνουν να χώνουν το μαχαίρι στους γύρω τους.

Δεν είχαν μυρίσει την πάλη να έρχεται στον αέρα· ένιωθαν ότι το πεδίο ήταν ασφαλές και όμορφο, τους άρεσε να είναι εκεί, να περνούν χρόνο και να μοιράζονται στιγμές εκεί και για λίγο καιρό μπορεί να ήταν όντως έτσι. Έπειτα, οι τρίχες στον σβέρκο τους σηκώθηκαν, η ανατριχίλα πέρασε σε όλο το σώμα κι αυτό αναρρίγησε τη στιγμή που το όπλο του «αντιπάλου» έσκιζε τη σάρκα τους. Ο σύντροφός τους τους είχε απατήσει, η μητέρα τους έβαζε τον αδελφό τους πάνω απ’ όλα, οι φίλοι τους τους έκραζαν πίσω από την πλάτη τους, η συνάδελφος έσκαβε τον λάκκο τους πίσω από χαμόγελα κι η λίστα συνεχίζεται. Όχι, ποτέ δεν ήταν φιλικό και όμορφο εκείνο το μέρος που εμπιστεύτηκαν, που αφέθηκαν και δόθηκαν και τώρα, δε θα είναι ούτε εκείνοι ασφαλείς. Γιατί αυτό έμαθαν κι αυτό θα δώσουν.

Πληγώθηκαν. Ποιος τους ορκίζεται ότι δε θα ξανασυμβεί; Όχι, δε χρειάζεται να ορκιστεί κανείς, δε χρειάζεται. Θα είναι καλά, αρκεί να μην αφήσουν τους εχθρούς να πλησιάσουν. Προσποιούνται ότι είναι καλά και θέλουν να το πιστέψουν.

Πόνεσαν, προδόθηκαν, αλλά στάθηκαν ξανά στα πόδια τους και όπως έχουν ακούσει «όταν πέσεις τόσο χαμηλά, μόνο επάνω μπορείς να πας» και πάνω πάνε. Δυνατοί και εν μέρει αναζωογονημένοι μπορούν να κoυβαλούν ολόκληρο το οπλοστάσιό τους οπουδήποτε και οποτεδήποτε-δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν μια πιθανή, απρόσμενη επιδρομή. Ξεκινούν νέες επαφές και «σχέσεις» φυσικά, μιας και δεν έχουν πολλές επιλογές, αφού η κοινωνία είναι ομαδική δουλειά. Χαμόγελα δίνονται, αστεία λέγονται, καφέδες πίνονται, γεύματα καταναλώνονται και ψέματα λέγονται. Το ψέμα κι η εξαπάτηση είναι το επόμενο επίπεδο άμυνάς τους και το έχουν μόνιμα υψωμένο. Δε γίνονται μυθομανείς, απλώς δεν εννοούν τα συναισθηματικά λόγια που απαντούν σε αυτά που τους προσφέρονται. Στο «είμαι ερωτευμένος μαζί σου» λένε «κι εγώ», στο «πω, σε πάω πολύ, ρε φίλε!» εξηγούνται με «κι εγώ, ρε, να κανονίζουμε πιο συχνά!», ενώ τα «σ’ εκτιμώ όσο λίγους» ανταποκρίνονται με τεράστια, φαινομενικά ειλικρινή χαμόγελα μετριοφροσύνης κι εκτίμησης. Δεν μπορούν να αποκαλύψουν το τι πραγματικά νιώθουν, διαφορετικά θα χάσουν ευκαιρίες και «προνόμια».

Σιγά σιγά, γίνονται ένα με τα τείχη που έχουν χτίσει περιμετρικά τους και σκληραίνουν τόσο που δε δέχονται λάθη γιατί οι αισθητήρες τους τ’ ανιχνεύουν ως επιθετικές τάσεις, ως δείγματα επικείμενου μαχαιρώματος. Όταν, λοιπόν, αυτές οι μικρές βόμβες εμφανίζονται και μετατρέπουν τον χώρο σε ναρκοπέδιο, ακόμα και λευκή σημαία να πεταχτεί από την άλλη άκρη, εκείνοι δε συγχωρούν και αποχωρούν από τη μάχη που δεν έχουν όρεξη να παλέψουν.

Πολλοί απ’ αυτούς γίνονται εκδικητικοί και παίρνουν οι ίδιοι θέση επίθεσης, αφήνοντας την άμυνα πίσω τους. Συχνά, παίζουν (με) τους ανθρώπους για να προξενήσουν κι οι εκείνοι πόνο, για να εκφράσουν τα δικά τους κατάλοιπα και να μη νιώθουν μόνοι λαβωμένοι. Αφήνουν ανυπεράσπιστους στρατιώτες να έρθουν κοντά, τους φροντίζουν για λίγο, τους ταΐζουν, τους καθαρίζουν και τους προσφέρουν στέγη. Μετά, τους παιδεύουν και «τσιρτσιρίζουν», υπόσχονται ανταλλάγματα για να γίνει ευκολότερη η χειραγώγηση και στο τέλος, δείχνουν απαξίωση, αγνοούν τους πλέον αφοσιωμένους στρατιώτες και την πιο κατάλληλη στιγμή που ζητείται η προσοχή και το ενδιαφέρον τους με απόγνωση, βγάζουν το περίστροφο και ρίχνουν.

Τα παραπάνω δεν είναι ο κανόνας του πώς πράττουν οι τραυματισμένοι, μα οι εκδοχές για το τι είναι ικανοί, ποια είναι τα όπλα κι οι δυνάμεις τους. Γιατί όταν έχεις πληγωθεί, ξέρεις ακριβώς πώς να πληγώσεις  και να προκαλέσεις πόνο. Ξέρεις να δώσεις ό,τι σου δόθηκε.   

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Α. Καρμίρη: Κατερίνα Κεχαγιά.

Συντάκτης: Μαρία Α. Καρμίρη