Γράφει η Ηρώ Πετροπούλου.
Τα μωρουδιακά μου όλα γαλάζια. Οι παιδικές μου φωτογραφίες λίγο πριν οι ξανθές μου μπούκλες φτάσουν στους ώμους ,μάλλον θυμίζουν αγόρι.
«Τότε δεν υπήρχε παιδί μου αυτό το μάρκετινγκ και η δικτατορία του ροζ για τα κοριτσάκια» μου είπες κάποτε απαντώντας στις κατηγορίες μου και για να μου χρυσώσεις το χάπι να σου και το κομπλιμέντο. «Με μάτια γαλανά σαν τον ουρανό σου πήγαιναν καλύτερα τα μπλε».
Έχεις δίκιο, μαμά. Κάτι το φτωχό μάρκετινγκ της εποχής, κάτι η κοκεταρία που δεν είχες έμφυτη ποτέ σου, σε πλήρη αντίθεση με την 40άρα πια κόρη σου, δε μ’ άφησε να μεγαλώσω σ’ έναν ροζ κόσμο.
Ή μήπως όχι; Μήπως τελικά μου στέρησες το τρισχαριτωμένο περιτύλιγμα μονάχα αλλά άφησες το εσωτερικό να βαφτεί ροζ, στις αποχρώσεις της μοναδικής τσιχλόφουσκας εκείνης της εποχής;
Δεν ήσουν ποτέ συνηθισμένη μαμά.
Σαν εκείνες του «ζακέτα να πάρεις» ή του ατέλειωτου κουτσομπολιού με τις φιλενάδες.
Με μεγάλωνες να γίνω γερή και δυνατή, αυτάρκης κι αξιοπρεπής, μορφωμένη και με άποψη, όμως πάντοτε, σχεδόν πεισματικά κάτι άφηνες απ’ έξω.
Τους άντρες, μαμά. Εκείνους που αργά ή γρήγορα θα την έριχναν στα πατώματα.
Θυμάσαι, μαμά, προχθές που επέμενες στο τηλέφωνο πως κάτι με βασανίζει;
Το αρνήθηκα πεισματικά. «Είμαι κουρασμένη» επέμεινα. Η αλήθεια; Πολύ σκληρή για μια μαμά να την αντέξει. Έστω κι αν αυτή δεν έβαψε ροζ τους εξωτερικούς τοίχους του κάστρου της πριγκίπισσάς της, αλλά επέτρεψε στο παραμύθι να μπει βαθιά στην καρδιά της.
Ονειρευόμουν κάστρα, μαμά.
Ονειρευόμουν πρίγκιπες.
Ονειρευόμουν αιώνιους όρκους αγάπης.
Κι όταν λίγο μεγάλωσα ονειρευόμουν στιγμές μαγικές και έρωτες που σου παίρνουν το μυαλό.
Τα σκιρτήματα ήρθαν και ήσουν εκεί να απαλύνεις τον πόνο του χωρισμού. Όλα κι όλα να είμαι δίκαιη. Όμως, να τον απαλύνεις μόνο. Όχι να φροντίσεις να μην υπάρξει επόμενος.
«Μα είσαι μικρή ακόμη. Αφού δεν τα βρήκατε, δεν πειράζει. Όταν θα έρθει ο σωστός θα το καταλάβεις» έλεγες κι αρνιόσουν να δεχτείς πως το παιδί που μεγάλωσες χωρίς παραμύθια, είχε το παραμύθι μέσα του και κινδύνευε τελικά από το παραμύθιασμα.
Βλέπεις, εσύ μαμά ήσουν τυχερή. Ερωτεύτηκες στα 16 με πάθος και μέχρι σήμερα λίγο ο παλιός ο έρωτας μα περισσότερο η συνήθεια κι ο φόβος της νέας αρχής και πάνω απ’ όλα μην πληγωθεί η γαϊδάρα, η 40άρα μοναχοκόρη μου, το ανέχεσαι.
Αλήθεια, μαμά, θα ήθελες ποτέ σου να γίνω σαν κι εσένα; Ψέματα δε θα έλεγες ποτέ γι΄αυτό τόσα χρόνια, που οι προσβολές του μπαμπά πέφτουν βροχή, που τα ξεστρατίσματά του είναι τόσο προφανή σα να κοιτάς μόνιμα με μεγεθυντικό φακό, δεν τόλμησα να στην κάνω την ερώτηση. Όχι από τακτ, μαμά.
Όμως εσύ, μαμά, έπρεπε να μου μιλάς, να βάλεις φρένο στο ατέλειωτο παραμύθι που το ρουφά η ψυχή μου σαν τον χαμένο στη Σαχάρα το νερό.
Είχες δίκιο, μαμά πως κάτι με βασανίζει. Όμως δε θα στο πω.
Θα το γράψω σ’ αυτό το γράμμα που δε θα λάβεις ποτέ.
Καμιά μαμά δεν πρέπει να μάθει ποτέ, πως το παιδί της δεν έχει πια καρδιά. Πως του την έκαναν χίλια κομμάτια, γιατί εσύ δε φρόντισες να του πεις την αλήθεια.
Σκληρό κι άκαμπτο το πάτωμα, όμως μαμά, σήμερα το πρωί είδα ένα σημάδι. Του κορμιού μου. Ένα μήνα, μαμά, κλαίω κουλουριασμένη πάνω του. Δε με αντέχει το κρεβάτι, μαμά.
Γιατί η εξήγησή σου στον πόνο της ερωτικής απογοήτευσης ήταν πως απλά δεν ταιριάζαμε.
Δε μου είπες ποτέ, μαμά, πως υπάρχουν άνθρωποι που δε θέλουν το καλό μας.
Δε μου είπες ποτέ, μαμά, πως υπάρχει και εκείνη η κατηγορία των αντρών που απλά θέλει να παίξει.
Δε μου είπες ποτέ, μαμά, πως το «σ’ αγαπώ» δεν είναι λέξη ιερή αλλά επιτρέπεται να βγαίνει σαν παιχνίδι από τα χείλη όλων.
Μα πάνω απ’ όλα δε μου είπες ποτέ, μαμά, πως ακόμη και τα μάτια λένε ψέματα.
Δε σε κατηγορώ μαμά.
Κι όμως, το κοριτσάκι μου που με ένα μήνα τώρα κοιτά τα βουρκωμένα μου μάτια με τα απορημένα καταγάλανα ματάκια των δύο ετών, θα το μάθω διαφορετικά.
Είμαι κι εγώ μαμά.
Και μόλις στεγνώσουν τα δάκρυά μου, υπόσχομαι να τα βάψω όλα ροζ για το κοριτσάκι μου, εκτός από την καρδιά της.