Χωρίζεις, μα πώς πας παρακάτω; Πώς ξαφνικά το δύο γίνεται ένα και το κυριότερο πώς συνεχίζεις να ζεις σε ένα σπίτι το οποίο κοιμόταν και ξυπνούσε με δύο καλημέρες και δύο καληνύχτες; Ευχόσουν να ήταν αναίμακτος ο χωρισμός, μα δεν υπάρχει μάτια μου αναίμακτος χωρισμός, ειδικά για ανθρώπους που συμπορεύτηκαν χρόνια, που έφτιαξαν ζωή κοινή. Ο χωρισμός δεν τελειώνει την ώρα που φεύγει αυτός που χωρίζει, μάλλον εκεί ξεκινά. Γιατί μπορεί η πόρτα να κλείνει αλλά μένουν πίσω δεκάδες αντικείμενα που σου θυμίζουν τον άνθρωπο αυτό, όχι απλά ενίοτε αλλά καθημερινά.
Είναι το διπλό κρεβάτι που μένει ξαφνικά μισό γιατί το άλλο μισό φαντάζει ναρκοπέδιο στο οποίο δε θέλεις να ξυπνήσεις, που μυρίζει ακόμη έρωτα με σχηματισμένο ένα σώμα που δεν ξέρεις πώς να το σβήσεις κι ένα μαξιλάρι που θα αγκαλιάζεις στον ύπνο σου για πολλούς μήνες ακόμη. Είναι ο άδειος χώρος στην ντουλάπα, τα κρεμαστάρια που κρέμονται άψυχα σαν να προσπαθούν να σου τρίψουν τη γύμνια τους στη μούρη. Κάπου εκεί ξεθάβεις αυτό το χιλιοφορεμένο πουλόβερ που δεν είναι δικό σου αλλά το είχες κάνει δικό σου. Ξεπίτηδες το άφησε ή απλά αδιαφορεί για το τι σήμαινε για εσάς; Το φοράς ούτως η αλλιώς και νιώθεις ωραία που σου έχει μείνει, αγνοώντας τις θύμισες που θα επανέρχονται κάθε φορά που θα το φοράς. Είναι η οδοντόβουρτσα που δε βρίσκεις τη δύναμη να πετάξεις μπας και επιστρέψει να την πάρει, άλλωστε πού να βρει τέτοια όμορφη οδοντόβουρτσα, σάμπως και τις πουλάνε παντού;
Μη γελιέσαι δεν είναι μόνο το κρεβάτι ναρκοπέδιο αλλά και το υπόλοιπο σπίτι, αφού σε ένα γρήγορο βλέμμα που ρίχνεις τριγύρω εντοπίζεις στη βιβλιοθήκη το βιβλίο που σου είχε κάνει δώρο με μια αφιέρωση για την «παντοτινότητα» του έρωτα και το έχαψες. Δίπλα από το βιβλίο η θήκη φωτογραφιών από το πρώτο σας καλοκαίρι στο νησί, ενδόμυχα πίστευες ότι κάποια στιγμή οι φωτογραφίες δε χωρούν στο σπίτι από τα τόσα ταξίδια σας. Πιο πέρα στον καναπέ ένα μαξιλάρι που αγόρασε γιατί είχε τρελαθεί με το χρώμα, το οποίο στο τέλος σαν να σου άρεσε τελικά. Στο τραπεζάκι άλλη φωτογραφία σας, στο τοίχο πίνακες που διαλέξατε μαζί, φυτά στο μπαλκόνι που σίγουρα δε φρόντιζες εσύ, για την ακρίβεια δεκάρα δε δίνεις για φρέσκο βασιλικό στο φαγητό γιατί ποτέ δε μαγειρεύεις. Κάπως έτσι η σκέψη αυτή σε οδηγεί στην κουζίνα που είναι γεμάτη από σκεύη που εσύ δεν αναγνωρίζεις καν τη χρησιμότητά τους, «Γιατί τα έχει αφήσει όλα εδώ γαμώ την τρέλα μου, αφού ξέρει ότι δε μαγειρεύω;».
Δε θέλεις καν να ανοίξεις το τεράστιο κουτί κάτω από το κρεβάτι στο οποίο καταχώνιασες δεκάδες άλλα πραγματάκια δικά σας που δεν ήξερες πού να βάλεις. Καρτ ποστάλ από ταξίδια, καρναβαλίστικα στολίδια, εποχιακά και μη αντικείμενα που θα ευχόσουν να είχε καταστρέψει ο χρόνος, ο σκόρος ή εν πάση περιπτώσει οποιοσδήποτε άλλος εκτός από σένα, εξάλλου σιχαίνεσαι να πετάς πράγματα.
Τι τα κάνεις τώρα όλα αυτά; Τα πετάς, τα κρατάς; Αντέχεις να τα βλέπεις κάθε μέρα να σου θυμίζουν μια ζωή που τελικά άλλαξε εντελώς πορεία, σαν βαγόνι που εκτροχιάζεται βίαια από τις γραμμές; «Όχι, όχι με τίποτα δεν μπορούν να μείνουν εδώ, αλλά ούτε να τα πετάξω μπορώ». Δεν μπορείς γιατί δεν αντέχεις τη σκέψη να ξεχάσεις, σου είναι αδιανόητο να επιτρέψεις στον εαυτό σου να ξεχαστεί, να αφήσεις το χρόνο να στρογγυλέψει λίγο τις γωνίες του τετραγώνου σου. Το σπίτι σου όμως πρέπει να είναι δικό σου, πρέπει να είναι το καταφύγιό σου και σίγουρα δεν μπορεί να γίνει σημείο ασφάλειας για σένα αν κάποιος άλλος το μοιράζεται μαζί σου χωρίς τη θέλησή σου.
Τραβάς με θυμό και μια κάποια αποφασιστικότητα, το κουτί κάτω από το κρεβάτι και με γρήγορες κινήσεις ξεκινάς να πετάς μέσα πράγματα. Σαν αιλουροειδές περνάς από όλες τις γωνιές του σπιτιού και μαζεύεις αναμνήσεις, σκουπίζεις αμέσως τα δάκρυα πριν προλάβουν να γίνουν ποτάμι και ρίχνεις μέσα στο κουτί ό, τι δε θέλεις να δεις ποτέ ξανά μπροστά σου. Σταματάς απότομα μπροστά στον καθρέφτη και συνειδητοποιείς τι φοράς, διστάζεις λίγο αλλά μετά σε κοιτάζεις στα μάτια και αντιλαμβάνεσαι τι είναι σωστό, αμέσως το βγάζεις το διπλώνεις με αγάπη και το βάζεις στο κουτί.
Στην αποθήκη, όπως αναδιοργανώνεις αντικείμενα για να κάνεις χώρο για το κουτί, βλέπεις ένα άλλο ξεχασμένο κουτί που γράφει πάνω «Παντοτινότητα». Ονομάζεις αυτό που κρατάς «Παντοτινότητα #2» και το τοποθετείς δίπλα του.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου