Η επόμενη μέρα βρήκε τη Σοφία στη δουλειά αποσυντονισμένη. Σχεδόν διαλυμένη μετά απ’ ό,τι της εξομολογήθηκε ο Νίκος. Σκεφτόταν συνέχεια να τα παρατήσει, να σβήσει όσα ένιωσε. Προλάβαινε. Ήταν νωρίς ακόμα. Ναι, το αποφάσισε. Αυτό θα κάνει. Δε θα ξαναπάει εκεί. Δεν υπάρχει λόγος.
Μετά από τρεις ώρες στριφογύριζε το φλιτζάνι της στο δικό της πια τραπέζι. Εννοείται, καμιά σκέψη απ’ όσες έκανε πριν λίγο, δε διήρκεσε πολύ. Η σκέψη της ηρεμίας που της μετέδιδε και του χαμόγελού του ταυτόχρονα, δε σταματούσαν σε καμιά ταμπέλα «πρέπει» στον δρόμο. Πάτησε γκάζι για το ρίσκο κι άναψε αλάρμ έξω απ΄το καφέ.
Σήμερα η μέρα ήταν πιο ηλεκτρισμένη. Αλλά μόνο από ‘κείνη. Ο Νίκος ήταν ακόμα πιο άνετος, πιο ανοιχτός από χθες. Ήρθε πιο κοντά της ομολογουμένως, μετά απ’ τη συζήτηση που είχε γίνει το προηγούμενο απόγευμα.
-Τι έχεις σήμερα κι είσαι αμίλητη; Παραιτήσου αν είναι να είσαι μαυρισμένη.
-Μακάρι με μια παραίτηση να ήμουν πάλι ξέγνοιαστη.
-Ωραία. Έλα να τα βάλουμε κάτω. Η δουλειά μας ενοχλεί; Μήπως να την αλλάξουμε;
-Όχι, όχι. Αυτή καλά είναι εκεί που είναι.
-Nα βγάλω το τσιγκέλι; Τι έγινε ρε Σοφάκι; Εδώ είμαι να σ’ ακούσω.
-Νίκο, με συγχωρείς, καλύτερα να μη με ρωτάς.
Ο Νίκος παραξενεύτηκε κι έφυγε σχεδόν θιγμένος. Άρχισε ν’ αναρωτιέται μήπως την πίεσε, αν έκανε κάτι που την προσέβαλε. Ήταν τόσο περίεργη η συμπεριφορά της που δεν μπορούσε να τη δικαιολογήσει με κάποιο φταίξιμο που έψαχνε να πάρει.
Εκείνο το απόγευμα η Σοφία εξαφανίστηκε. Άφησε τα χρήματα στο τραπέζι κι έφυγε, πριν καν τη δει. Προχωρώντας στο δρόμο έδιωξε κάθε σκέψη του να τα παρατήσει σε μια γωνία με δυο σκουπιδοτενεκέδες κι άλλαξε πορεία. Πήρε το δρόμο πάλι για το καφέ.
Σε πέντε λεπτά ήταν εκεί. Ήταν η πρώτη φορά που δεν πήγε προς το τραπεζάκι της. Ο Νίκος εκείνη τη στιγμή σέρβιρε. Στέκεται μπροστά του κι εκείνος όλο απορία παγώνει.
-Θέλω να σου μιλήσω για δυο λεπτά.
-Δώσε μου μισό λεπτό σε παρακαλώ. Έρχομαι αμέσως.
Ανάβει τσιγάρο εκείνη δίπλα απ’ την εξώπορτα. Ξεχνάει όσα σκέφτηκε κι ετοιμάζεται να πετάει λέξεις έχουν δεν έχουν νόημα. Θέλει να προβάρει λίγη ελευθερία και σίγουρα ένας απελευθερωμένος άνθρωπος θα την εκτιμήσει.
-Τι έγινε; Τι έπαθες σήμερα μαζί μου;
-Νίκο, δεν έπαθα σήμερα. Καιρό έχω πάθει. Πριν καν προλάβω να το σκεφτώ και να διστάσω, σ’ είχα ερωτευτεί. Ξέρω ότι είναι αδιάφορο για σένα, αλλά για μένα όχι. Ένιωσα ένα τεράστιο τράνταγμα στην υπνωτισμένη ζωή μου κι ο λόγος είσαι εσύ.
-Ναι, αλλά Σοφία…
-Ναι, ξέρω. Τα είπαμε χθες. Δε με νοιάζει τίποτα. Δε μ’ ενδιαφέρει κάτι πέρα απ’ το ότι ακόμα μπορείς να μου χαμογελάς. Δε θέλω να ξέρω τι προτιμάς κι αν εγώ θα μπορούσα να συμπεριλαμβάνομαι σ’ αυτό. Θέλω απλά να δεχτείς ό,τι σου λέω.
-Δε θέλω να πω τίποτα που να μη βγάζει νόημα. Και τώρα στ’ αλήθεια είμαι σοκαρισμένος. Νόμιζα είχες καταλάβει πριν σου πω.
-Δεν είχα καταλάβει. Ίσως γιατί δεν ήθελα. Δεν μπορώ να κοιμηθώ πια τα βράδια αν δε σε σκεφτώ. Νομίζω σε χρειάζομαι.
Σβήνει το τσιγάρο της, αφήνει κάτω την τσάντα που την ένιωθε σαν φορτίο κι ανάβει άλλο ένα. Το μυαλό της είναι σε πλήρη σύγχυση. Δεν μπορεί να σκεφτεί την επόμενή της πρόταση. Απλά συνεχίζει τον χείμαρρό της.
-Τώρα θα φύγω κι εσύ θα είσαι ακόμα αμίλητος. Τουλάχιστον θέλω μια χάρη κι υπόσχομαι ποτέ ξανά να μην παραβιάσω τα «θέλω» σου. Όταν τελειώσεις αύριο, γιατί σήμερα ίσως σου είναι δύσκολο, θέλω να περπατήσουμε μαζί μια ώρα. Μόνο μια βόλτα σου ζητάω. Να δώσω ελπίδα σ’ ό,τι νιώθω ή τέλος σ’ όσα θα ήθελα να νιώσεις. Μη μου απαντήσεις τώρα. Αύριο θα είμαι απ’ έξω στις έντεκα να σε περιμένω.
Πετάει το τσιγάρο και κλείνει την πόρτα. Το περπάτημά της, αν το ‘βλεπες, θύμιζε επανάσταση. Ήξερε ότι ο Νίκος είναι ακόμα εκεί και την κοιτάζει.
Εκείνο το βράδυ δεν ξημέρωνε. Στριφογύριζε στο κρεβάτι της λες και το πρωί είχε ξεχαστεί κι είχε αργήσει στο ραντεβού του με το ξημέρωμα. Πρόβαρε στο κεφάλι της το τίποτα που είχε να του πει αύριο. Τα είχε πει όλα ήδη. Τι παραπάνω να του ξεστομίσει; Είχε περάσει τα όρια της εσωστρέφειάς της λίγο παραπάνω απ’ όσο φαντζόταν. Εκτεθειμένη αλλά πλήρης. Αυτό τη χαρακτήριζε.
Σάββατο κι ούτε η δουλειά της δεν ήταν εκεί για να σπρώξει λίγο τους δείκτες στο ρολόι. Όλη η μέρα τη βρήκε στο κρεβάτι κοιτώντας έξω απ’το παράθυρο. Το πάτωμά της το ήξερε απ’ έξω.
Η ώρα εννιά κι εκείνη ήδη περιμένει στη γωνία έξω απ’ το καφέ. Έκλεισε τα μάτια της να τον σκεφτεί λίγο που της είχε λείψει. Πριν τ’ ανοίξει τον άκουσε να της λέει: «Να σου φέρω έναν καφέ πριν φύγουμε»; Κούνησε αρνητικά το κεφάλι, τον αγκάλιασε και ξεκίνησαν να περπατούν.
Η Σοφία περπατούσε μ’ ένα αχνό χαμόγελο, εκείνος με τα χέρια στις τσέπες. Καμιά λέξη δεν ήταν τόσο θαρραλέα για ν’ ακουστεί. Σταματάει χωρίς να τον ρωτήσει σ’ ένα περίπτερο και γεμίζει τα χέρια της με μπίρες.
«Το ‘ξερα ότι η άμυνά σου είναι ο καπουτσίνο», της είπε και σκάσανε στα γέλια κι οι δυο. Το παγκάκι όπως και το μεθύσι, τους περίμενε και τους δύο. Κουβέντες για λίγους, γέλια, σχόλια, κουτάκια από μπίρες δεξιά κι αριστερά. Ήταν μαζί του κι όλα ήταν τόσο μικρά, όσο οι γόπες που πέταγε κάθε πέντε λεπτά απ’ τα χέρια της.
Κάθε τόσο μια αγκαλιά, ένα άγγιγμα, ένα πείραγμα την έκανε μες τη θολούρα της να νομίζει πως είναι μια ελπίδα. Ο Νίκος άδειαζε τα κουτάκια κι η Σοφία τα μέτραγε. Τ’ άδειαζε κι εκείνη, αλλά τα δικά της ήταν αμέτρητα.
-Κρυώνω.
-Ε, έλα πιο κοντά.
– Εσύ να έρθεις, Εγώ είμαι μεθυσμένη.
-Χαχα! Καλά εγώ που δεν είμαι θα έρθω (σχεδόν έπεσαν πάνω ο ένας στον άλλο απ’ τα γέλια).
Το πρώτο τους φιλί ήταν κι αυτό εκεί, παρέα με το μεθύσι και το παγκάκι. Γεμάτο πάθος, ένταση κι ερωτηματικά. Ίσως αυτά τα ερωτηματικά ήταν που δεν εμπόδισαν τη Σοφία να τον πείσει να πάνε σπίτι της.
Επιμέλεια Κειμένου Μένιας Ντελαβέγκα: Πωλίνα Πανέρη