Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Demy Pappa.

 

Η μαγεία του έρωτα είναι λουσμένη με μπόλικη αστερόσκονη που αν δε δημιουργηθεί  κάποιος βίαιος τυφώνας  να τη ρουφήξει, σε κάποιους κρατάει λίγο, σε άλλους πολύ και στους τυχερούς  για  πάντα.  Λίγο, πολύ και πάντα, έννοιες  εντελώς ασήμαντες αν σκεφτεί κανείς πως στο σύμπαν  το χθες και το αύριο δεν υπάρχουν. Ζούμε στο τώρα, η στιγμή είναι μοναδική και επιτρέπουμε κάθε μέρα να βασανίζουμε την ψυχή μας, για γεγονότα που έγιναν και μας πλήγωσαν και για όσα θα έρθουν αύριο που δεν τα ξέρουμε.

Χαμένη πάλι στις σκέψεις μου, ξέχασα να στρίψω στο φανάρι και τώρα πρέπει στο επόμενο να κάνω αναστροφή. Σήμερα θα δώσω το τέλος που αξίζει  σε αυτή την αρρωστημένη σχέση και θα είμαι ειλικρινής απέναντι στον άνθρωπο που με τη χειριστική του συμπεριφορά με έκανε να νιώθω εγκλωβισμένη σε μια φυλακή.

Μα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι, πατάω γκάζι, κάνω αναστροφή και γυρίζω στο σπίτι να του ανακοινώσω την απόφαση μου. Πριν προλάβω να βγω στη εθνική με πιάνει λάστιχο και σαστισμένη καθώς είμαι προσπαθώ να ζητήσω βοήθεια από κάποιο διερχόμενο αμάξι. Μάταιη η προσπάθεια αφού από την αφηρημάδα μου βρέθηκα σε έναν παράδρομο της εθνικής σχεδόν ερημικό , το μόνο που μπορώ να διακρίνω δίπλα ακριβώς από την πόρτα του οδηγού είναι ένα εικονοστάσι.  

Οι σκέψεις πολλές, αλλά διακόπτονται απότομα από το αστραπιαίο βλέμμα που ρίχνω στο εικονοστάσι καθώς η φωτογραφία της γυναίκας με έκανε να «κολλήσω» και να βυθιστώ σε νέες σκέψεις, αυτή  τη φορά για τη ματαιότητα της ζωής. Ήταν τόσο νέα και όμορφη, τώρα δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο μια φωτογραφία σε ένα εικονοστάσι.  Ανάβω το καντηλάκι της, προσεύχομαι να είναι αναπαυμένη  η ψυχή της και βγαίνω γρήγορα στην εθνική να βρω ένα ταξί να γυρίσω στο σπίτι.

Εκείνος  κάθεται στην κουζίνα και πίνει καφέ. Γεμάτος απορία για την ξαφνική μου επιστροφή , μην τυχόν ξέχασα κάτι, τον διαβεβαιώνω πως ξέχασα εμένα να πάρω αφού ήμουν αποφασισμένη να δώσω τέλος στη σχέση μας. Νόμιζε πως του έκανα πλάκα στην αρχή και μετά που κατάλαβε πως μιλούσα σοβαρά , ήθελε να με πάει στον ψυχίατρο. «Ζέτα, πού πας, τρελάθηκες;»  συνέχεια αυτό με ρωτούσε. «Φεύγω πάω να ανακαλύψω νέους ωκεανούς εκεί που μόνο οι τολμηροί μπορούν να βουτήξουν, γιατί δε  φοβούνται μη τυχόν πνιγούν στα σκοτεινά νερά. Ξέρουν  πως ο βυθός έχει τη δική του μαγεία και δεν τρομάζουν όταν απομακρυνθούν από την ακτή.»

Πήγα στην κρεβατοκάμαρα, μάζεψα τα ρούχα που χρειαζόμουν για τις καλοκαιρινές  διακοπές, έκλεισα πίσω μου την πόρτα μαζί με το χθες και άνοιξα νέους ορίζοντες στην καρδιά μου. Εκείνος έμεινε να με κοιτάει αποσβολωμένος,  δεν του άφησα περιθώρια ούτε να με εμποδίσει άλλα ούτε και να μου αλλάξει γνώμη.

Είχα  όλο το καλοκαίρι μπροστά μου,  η κολλητή μου από τα φοιτητικά μας χρόνια  με περίμενε στη γενέτειρά της, τη μαγευτική Σαντορίνη.  Ήταν και εκείνη δασκάλα, όμως δεν είχε διοριστεί ακόμα και εργαζόταν σε πεντάστερο ξενοδοχείο στα Φηρά.

Έφτασα στο λιμάνι του Πειραιά, έβγαλα εισιτήριο, ανέβηκα βιαστικά στο κατάστρωμα και η μαγεία του ταξιδιού ξεκίνησε μαζί με το σφύριγμα της αναχώρησης . Το δροσερό θαλασσινό αεράκι χάιδευε το πρόσωπό μου, όλες οι αισθήσεις είχαν χαλαρώσει και το βλέμμα μου ακολουθούσε την πορεία των γλάρων που πότε πετούσαν ψηλά στον γαλάζιο ουρανό και πότε χαμήλωναν την πτήση τους για να βρουν τροφή στα μπλε νερά του Αιγαίου.

Ο προορισμός μου άρχισε να ξεπηδάει από την αφρισμένη θάλασσα, το ημισεληνιακό τοπίο με τα κάτασπρα σπιτάκια να κρέμονται κυριολεκτικά από την καλντέρα , με εντυπωσίασε και όσο πλησιάζαμε στην ακτή τόσο ανυπομονούσα να ανέβω στην κορυφή του νησιού να αντικρίσω τη θέα από ψηλά.

Η καλή μου φίλη, με περίμενε ανυπόμονα στο λιμάνι και όταν φτάσαμε στο Φηροστεφάνι,  το χωριουδάκι με τα παραδοσιακά σπίτια, τα στενά σοκάκια και τη θέα προς το ηφαίστειο, δε σταματήσαμε να μιλάμε μέχρι την άλλη μέρα το πρωί που θα πήγαινε για δουλειά.

Μια χορωδία πουλιών που δεν είχαν σταματήσει να κελαηδούν για πολλή ώρα, μου είπαν την πιο γλυκιά καλημέρα. Άνοιξα το παράθυρο και αυτό που αντίκρισα ξεπερνούσε  και την πιο γλαφυρή περιγραφή. Το σπίτι βρισκόταν στο ωραιότερο σημείο του χωριού, καμία  φωτογραφία δεν μπορεί να αιχμαλωτίσει την ομορφιά , την αρχιτεκτονική και την αρμονία που μαγεύει τον επισκέπτη. Ανυπομονούσα να ανακαλύψω όλες τις εκπλήξεις που μου επιφύλασσε το νησί.

Πήρα τον καφέ μου σε ένα πλαστικό και καλύπτοντας μια απόσταση δέκα λεπτών με τα πόδια έφτασα στα Φηρά. Στάθηκα στο πιο όμορφο σημείο και άρχισα τη φωτογράφηση.

Δίπλα μου στεκόταν ένας άνδρας γύρω στα τριανταπέντε, όμορφος, γοητευτικός μα και λίγο μελαγχολικός. Του ζήτησα ευγενικά αν θα μπορούσε να με βγάλει κάποιες φωτογραφίες . Στην αρχή μου τράβηξε μερικές με το κινητό μου τηλέφωνο και όταν ήμουν έτοιμη να τον ευχαριστήσω, τότε εμφάνισε την κρυμμένη φωτογραφική μηχανή του και προθυμοποιήθηκε  να με τραβήξει με αυτή για πιο επαγγελματικό αποτέλεσμα. 

«Έπεσες στην περίπτωση, είμαι φωτογράφος» μου λέει. «Και πού θα σε βρω να μου τις δώσεις ;» απαντάω με αφέλεια και συνεχίζω «άσε καλύτερα, δε σε ξέρω,  και αν δω τις φωτογραφίες μου σε κάποιο περίεργο site;» Έσκυψε  να βγάλει την επαγγελματική του κάρτα χωρίς δισταγμό και τότε βρήκα την ευκαιρία να τον ρωτήσω αν είναι μόνος του στο νησί. «Έχω έρθει στο ξενοδοχείο ενός φίλου μου να ξεκουραστώ για λίγες μέρες , αν δεν φοβάσαι μήπως είμαι  κακοποιός , δολοφόνος ή μαστροπός μπορούμε να κάνουμε παρέα, αν είσαι και εσύ μόνη», είπε με χιουμοριστική διάθεση.

Δε χρειάστηκε να πούμε περισσότερα για να καταλάβουμε και οι δύο ότι αυτή η γνωριμία θα εξελισσόταν στο πιο ερωτικό καλοκαίρι της ζωής μας. Το βράδυ δώσαμε ραντεβού στο ξενοδοχείο που έμενε.

Ο ήλιος είχε δύση και ο Άγγελος  με περίμενε στα καταπράσινα νερά της πισίνας στην άκρη του γκρεμού , με τη φυσική συνέχεια του Αιγαίου να απλώνεται μπροστά μας. Κεριά και ένα ρομαντικό δείπνο συνθέτουν το απόλυτο σκηνικό για να ανακαλύψω τη γοητεία του. Είχαμε πολλά κοινά ενδιαφέροντα και οι συζητήσεις μας μαρτυρούσαν πως θα μπορούσαμε να κάνουμε παρέα για πολλές μέρες δίχως να βαρεθούμε.

Έτσι και έγινε, η  μια μέρα έφερε την άλλη και έπειτα από μια εβδομάδα με ατελείωτες βόλτες στα καλντερίμια, αμέτρητες βουτιές στη θάλασσα και εκατοντάδες  φωτογραφίες με φόντο το ηλιοβασίλεμα, βρεθήκαμε ένα σούρουπο στην κόκκινη παραλία.  Ένα τοπίο βγαλμένο από πίνακα ζωγραφικής και εμείς σε μια άκρη κρυμμένοι πίσω από ένα βράχο  να φιλιόμαστε με πάθος και να ζωγραφίζουμε με τα γυμνά κορμιά μας την κόκκινη άμμο.

Το ολόγιομο φεγγάρι έκανε δειλά την εμφάνισή του και εκείνη την καυτή νύχτα θαρρείς πως πάγωσε ο χρόνος . Καθίσαμε ώρες αγκαλιά, πλημμυρισμένοι από συναισθήματα που έκαναν το πορφυρό φεγγάρι να περάσει σε δεύτερο πλάνο. Ο ρομαντισμός και η αστερόεσσα νύχτα δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι πρόκειται για κάποιο μαγικό φανάρι που φώτισε τις ψυχές μας να συναντηθούν και τα κορμιά μας να ενωθούν  σε ένα πανηγύρι αισθήσεων.

Εκείνο το βράδυ μου εξομολογήθηκε αυτό που βάραινε τη ζωή του τα τελευταία δύο χρόνια. Είχε χάσει την γυναίκα του μαζί με το αγέννητο παιδί τους σε τροχαίο ατύχημα. Οι διακοπές στο νησί και η συνάντηση μας τον έκαναν να ονειρεύεται ξανά, ωστόσο έπρεπε να φύγει τις επόμενες ημέρες για την πρωτεύουσα καθώς ήταν το ετήσιο μνημόσυνο της γυναίκας του. Θα τακτοποιούσε κάποιες επαγγελματικές εκκρεμότητες και μετά θα επέστρεφε στο νησί για να περάσουμε ακόμα έναν μήνα μαζί.

Οι μέρες της απουσίας του περνούσαν βασανιστικά αργά σε αντίθεση με εκείνες όταν επέστρεψε που κυλούσαν πιο γρήγορα και από το πιο ορμητικό ποτάμι. Ρουφούσαμε την κάθε στιγμή σαν να ήταν μοναδική.  

Δύο μέρες πριν την οριστική επιστροφή μας στην Αθήνα επισκεφθήκαμε την Οία. Καθίσαμε σε ένα πεζούλι, ο ήλιος ακτινοβολούσε το φως του και καθρέφτιζε την ομορφάδα του στο απέραντο γαλάζιο, βάφοντας με χρώματα χρυσά ουρανό και θάλασσα. Είχε φτάσει η στιγμή να του δείξω το τεστ εγκυμοσύνης που έκρυβα στην τσάντα μου εδώ και τρεις μέρες. Το βγάζω με δισταγμό, τον κοιτάω στα μάτια και του ανακοινώνω πως είναι θετικό. Εκείνος βούρκωσε, με σήκωσε στην αγκαλιά του και με στριφογυρνούσε γεμάτος ενθουσιασμό, αδιαφορώντας για τα πράγματα που είχαν σκορπιστεί τριγύρω από την τσάντα του που έπεσε απότομα κάτω. Οι τουρίστες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα . «Δεν είναι για εμάς, αλλά για τον ήλιο που δύει, εμείς τώρα θα χειροκροτήσουμε που μπαίνει η ανατολή στη ζωή μας» είπε γεμάτος χαρά.

Έσκυψα να τον βοηθήσω να μαζέψουμε τα πράγματα που είχαν πέσει κάτω και με έκπληξη πιάνω στα χέρια μου μια φωτογραφία. Η γυναίκα που απεικόνιζε ήταν ίδια με εκείνη που  είχα δει στο εικονοστάσι . Ήταν η γυναίκα του, που όπως μου ανέφερε μετά από αλλεπάλληλες ερωτήσεις που του έκανα σκοτώθηκε στο ίδιο σημείο που βρέθηκα τυχαία και παράτησα το αυτοκίνητο μου.  «Παιχνίδι της μοίρας ή σύμπτωση;»  αναρωτήθηκα κοιτάζοντας τη φωτογραφία.

Εκείνο το καλοκαίρι μπορεί να είχε φτάσει στο τέλος, αλλά για εμάς που λάβαμε το πιο ωραίο δώρο, τον καρπό του έρωτα μας, θα συνεχιζόταν. Το καλοκαίρι το κουβαλάμε στην ψυχή, γιατί η ευτυχία είναι επιλογή και μόνο για τους τυχερούς μοιραία.    

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Demy και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!