Ο Κάρολος Ντίκενς υπήρξε σπουδαίος συγγραφέας με κείμενα και βιβλία που συγκινούσαν το κοινό και κλόνιζαν τα καθεστώτα. Είχε το θάρρος να εκφράζει τις απόψεις του μέσα από αυτά, να θίγει τους εύπορους, τα ιδανικά και όλα εκείνα με τα οποία συναναστρέφονταν και καλούνταν να ανταποκριθεί σε καθημερινή βάση. Παράλληλα εκθείαζε την εργατική τάξη, παρέχοντας δυναμικούς χαρακτήρες με πλούσιο εσωτερικό κόσμο και καλή καρδιά, τιμώντας έτσι και την ταπεινή καταγωγή του. Μέσα από τις ιστορίες του κατάφερε να γίνει γνωστός σε πολλά μέρη, αποκτώντας έτσι ένα ευρύ κοινό θαυμαστών ενώ συγχρόνως χάραζε ένα εντυπωσιακό λογοτεχνικό δρόμο. Ένα δρόμο που πότιζε με επιμονή, αγάπη, ιδρώτα και ταλέντο. Ξεκίνησε από αρκετά νεαρή ηλικία και αυτό του προσέφερε μεγάλη επαγγελματική εμπειρία καθώς και οικονομική ευχέρεια εφόσον ξεκίνησε με ένα εβδομαδιαίο εισόδημα 5 γκινεών σε ηλικία μόλις 21 ετών.
Φυσικά μια πετυχημένη καριέρα δεν ήταν το μόνο πράγμα που επιδίωξε να έχει. Το 1836 παντρεύτηκε την Κάθριν Χόγκαρθ, την κόρη του αγαπημένου φίλου και συναδέρφου του Τζορτζ Χόγκαρθ. Μαζί απέκτησαν δέκα παιδιά και για πολλά χρόνια φαίνονταν άκρως ερωτευμένοι και ενωμένοι. Ο καιρός όμως έφερε φθορές και ο Κάρολος σταδιακά έχανε το ενδιαφέρον και το πάθος για τη σύζυγό του. Έτσι κατέληξε να νιώθει δυστυχισμένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
Τότε ήταν που το μονοπάτι του συναντήθηκε με αυτόν της Έλεν Τέρναν. Μιας όμορφης κοπέλας με χαρακτηριστικά που απέπνεαν αθωότητα και αγνότητα. Ο Κάρολος αγαπούσε το θέατρο και το κοινό τους πάθος γι’ αυτό τους έφερε κοντά. Το καλοκαίρι του 1857 η νεαρή Έλεν έπαιρνε μέρος σε μια θεατρική παράσταση του θιάσου του μαζί με τις δύο αδερφές και τη χήρα μητέρα της. Εκείνος αν και γοητευμένος από την παρουσία της, προσπάθησε να το κρατήσει κρυφό λόγω της εικόνας και της φήμης του.
Ωστόσο δεν κράτησε για πολύ. Ο έρωτάς του γι’ αυτήν δύσκολα περνούσε απαρατήρητος ενώ ταυτόχρονα χρόνια δεν κοιτούσε, αφού εκείνη ήταν μόλις 18 και εκείνος 45. Τον επόμενο χρόνο από τη γνωριμία τους, χώρισε με την επί πολλά έτη σύζυγό του, κάνοντάς την να φύγει από την τότε κοινή οικία τους. Βέβαια δε βγήκε κάποιο επίσημο χαρτί για τον χωρισμό τους μιας και τα διαζύγια δε συνηθίζονταν στη βικτωριανή εποχή.
Από εκεί και μετά το ειδύλλιό του με τη νεαρή δεσποινίδα ονόματι Έλεν ή αλλιώς όπως τη φώναζαν, Νέλι, άνθισε και διήρκεσε για πολλά χρόνια. Δυστυχώς όμως οι φήμες που μονίμως φούντωναν και τα σχόλια εις βάρος του, ανάγκασαν τους δυο εραστές να ζουν και να εκφράζουν τα αισθήματά τους στις σκιές της πόλης. Δημόσια παρέμενε ένας μοναχικός άνθρωπος ενώ στα σκοτάδια ζούσε πλάι στον έρωτά του. Από αυτή την αγάπη όμως δεν απέμεινε τίποτα παρά μονάχα διάσπαρτα στοιχεία. Όλα τα γράμματα και σημάδια που θα πρόδιδαν το μεταξύ τους, είχαν εσκεμμένα καταστραφεί.
Πάρα ταύτα εκείνη έμεινε πλάι του μέχρι κι το θάνατό του το 1870, και εκείνος με τη σειρά του φρόντισε στη διαθήκη του να της αφήσει κάτι από αυτόν. Με τα χρόνια ξεθύμαναν τα σχόλια για το ζευγάρι, αυτή προχώρησε με τη ζωή της και μονάχα μετά το θάνατό της ήρθαν ξανά στην επιφάνεια πληροφορίες για το ειδύλλιό τους. Όπως επιβεβαίωσαν μετέπειτα και δύο από τα παιδιά του Ντίκενς, το ζευγάρι απέκτησε ένα παιδί το οποίο δυστυχώς πέθανε. Πιστεύονταν πως το παιδί και η Νέλι έζησαν κάπου απομονωμένα στη Γαλλία και κανένας δεν έμαθε για την ύπαρξή του, ούτε τα ίδια της τα παιδιά.
Η αγάπη αυτών των δύο έζησε για να πεθάνει στα σκοτάδια. Ήταν καταδικασμένη να μείνει κρυφή για τη διατήρηση του τίτλου του. Η Νέλι έγινε η αόρατη γυναίκα, η οποία στη συνέχεια ενέπνευσε και πολλούς από τους τελευταίους, γυναικείους, λογοτεχνικούς χαρακτήρες του. Ήταν αυτή με την οποία διασκέδαζε και αγαπούσε αλλά ταυτόχρονα ένιωθε ενοχές. Ενοχές για το τι θα πει οι κοινωνία αν μαθευτεί και αν θα αμαυρωθεί το όνομά του.
Η κοινωνία και οι θέσεις των ατόμων μέσα σε αυτή ήταν από τα λίγα πράγματα στα οποία έδιναν υπερβολική σημασία οι Βικτωριανοί. Αν είχες χτίσει κάποιο όνομα έπρεπε για το υπόλοιπο της ζωής σου να ανταποκρίνεσαι στις προσδοκίες αυτού. Αν όχι, τότε αυτομάτως σήμαινε κοινωνικός θάνατος. Γι’ αυτά τα ιδανικά και τα στερεότυπα το ζεύγος Ντίκενς-Τέρναν καταπιέστηκε και έζησε μέσα στο φόβο και την αφάνεια. Αλλά η αγάπη, ο έρωτας και το πάθος ήταν εκεί για να τους κρατάει συντροφιά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου