Η ζωή είναι σαν ένα ατελείωτο roller-coaster.
Έχει τα πάνω της και τα κάτω της.
Σε εκτινάσσει στον αέρα με την ίδια ορμή που λίγο μετά θα σε ρίξει άτσαλα στο έδαφος.
Σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση μίας αδιάκοπης έντασης, ψευδαίσθηση η οποία χάνεται όταν η ηρεμία σου χτυπήσει την πόρτα.
Άλλοτε σκαρφαλώνεις σε βροχερές μέρες και χαζεύεις τις ρόδες να τρέχουν σε μουσκεμένες ράγες, άλλοτε ανεβαίνεις σε λαμπερές μέρες με κατεύθυνση τον ήλιο.
Η ζωή έχει αντίτιμο, ορισμένες φορές ακριβό.
Κάτι παρόμοιο όμως συμβαίνει και στο τρενάκι του τρόμου.
Πρέπει να πληρώσεις το εισιτήριο, για να βολτάρεις.
Πάντα τα φοβόμουν τα roller-coaster.
Αγωνία, τρόμος, εφίδρωση, σχεδόν στα όρια του πανικού.
Τα απέφευγα, ήθελα την ησυχία μου.
«Η κοπέλα ζαλίζεται» με δικαιολογούσαν οι φίλοι στα Λουνα Παρκ, και ούτε βραχιολάκι, δεν έβγαζα.
Χάζευα το κινητό σε ένα παγκάκι περιμένοντας πώς και πώς να πάμε να πιούμε κανένα ποτό σαν άνθρωποι.
Τους έβλεπα τους άλλους τσούρμο να με πλησιάζουν, σχεδόν κατουρημένοι απ’την χαρά τους λες και ξανανακάλυψαν την Αμερική. Τους καταλάβαινα, δεν τους ένιωθα όμως.
Μια μέρα πήρα βαθιά ανάσα, πάτησα γερά στα πόδια μου, κατάπια δυο σταγόνες σάλιο και είπα το μεγάλο ναι.
Αποφάσισα ν’ανέβω στους συρμούς, του περίφημου roller-coaster.
Η παρατεταμένη ευθεία της ζωής, με είχε κουράσει.
Τα σκαμπανεβάσματα τελικά ήταν πιο γλυκά απ’όσο νόμιζα.
Την ίδια γλύκα είχαν και τα ουρλιαχτά τρόμου, που φορά με τη φορά τα άκουγες όλο και πιο λίγο.
H έκσταση ν’ανεβαίνεις όλο και πιο ψηλά, αναιρούσε την αγωνία του να πέσεις με βία στο κενό.
Η ζώνη ασφαλείας παρέμενε δεμένη στις πρώτες επαναλήψεις.
Έτσι μου είχαν πει οι φίλοι μου. Ανέβα αλλά ακολούθησε όλους τους κανονισμούς.
Το τρενάκι του τρόμου όμως, δε διαφέρει απ’τον φόβο στην γαλήνη.
Κάπου εκεί βασίζεται και η δυναμική του να τρέχεις σε αντίθετη φόρα από τους κανονισμούς.
Με έπιασα πολλές φορές να ξεδένω την ζώνη ασφαλείας και να σηκώνω τα χέρια ψηλά χωρίς καν να με ενοχλούν τα μαλλιά που μου έκρυβαν τα μάτια.
Έτσι είναι η ζωή. Σαν το τρενάκι του τρόμου.
Κάποτε πρέπει να αφήνεις τους ενδοιασμούς σου, να πετάς τα χέρια σου στον αέρα και με κλειστά τα μάτια, ν’αφήνεις την ψυχή σου να ξεχύνεται.