Άνθρωποι έρχονται, άνθρωποι φεύγουν, ψυχές ενώνονται, κορμιά μπερδεύονται μέχρι να ξαναχωριστούν κι ο καθένας να τραβήξει πάλι τη δική του κατεύθυνση. Πορείες που τέμνονται για όσο ώσπου ξαναγίνονται παράλληλες. Ενθουσιασμένα «γεια» που ακολουθούνται από επώδυνα ή απογοητευμένα «αντίο». Ματιές που διασταυρώνονται, κολλάνε, καρφώνουν, ώσπου καταλήγουν να πετούν φευγαλέα όταν μπορεί τυχαία κάπου να συναντηθούν, προσπερνώντας η μία την άλλη λες και ποτέ δε μοιράστηκαν τις ίδιες επιθυμίες. Λόγια που ποτέ δε θα ξεγραφτούν από τη μνήμη, το χέρι του χρόνου τα σβήνει από τη ζωή. Παραμένουν σε μια γωνιά του μυαλού, μα ο πομπός κι ο δέκτης τους ποιος ξέρει που να βρίσκονται πια.
Εκείνοι που κάποτε μπορεί ν’ αντάλλαξαν τα πάντα. Εκείνοι που μπορεί να δόθηκαν ολοκληρωτικά ο ένας στον άλλον εκτινασσόμενοι από το μηδέν στο χίλια, με ψυχή, κορμί ή και τα δυο. Εκείνοι που μπορεί να έγιναν ένα έστω και για μια στιγμή, πάνω σε μια ορμή πάθους. Εκείνοι που πίστεψαν πως αγάπησαν. Εκείνοι που έμαθαν να νιώθουν, που η καρδιά τους χτυπούσε δυνατότερα όσο κρατούσε ο ένας τον άλλον αγκαλιά. Εκείνοι, οι ξεχωριστοί, οι σπουδαίοι, οι παρορμητικοί, οι εραστές. Οι ερωτευμένοι.
Είναι οι ίδιοι που τώρα δε μιλιούνται. Σαν να μη γνωρίστηκαν, λέει, ποτέ τους. Έχουν πλέον λιγότερη επαφή μεταξύ τους απ’ όση με τον τυχαίο περαστικό που θα τους σκουντήσει καταλάθος πριν τους προσπεράσει αδιάφορα. Άλλοι κρατούν απλώς μια νοσταλγία αγκαλιά τα βράδια σαν έναν αναγκαίο απόηχο που δεν είναι έτοιμοι να αποχωριστούν. Άλλοι τράβηξαν μια γραμμή πάνω από την παλιά τους ιστορία και δε γύρισαν ποτέ να ξανακοιτάξουν πίσω τους. Άλλοι πονάνε ακόμη για κάποιον που δεν είναι πια εδώ και που ποτέ δε θα είναι, νιώθοντας τη ματαιότητα να απειλεί τη διαύγειά τους. Άλλοι συμφιλιώνονται με το κενό τους και μαθαίνουν ν’ αγαπούν την ανάμνηση. Άλλοι ψάχνουν απελπισμένα κάποιον που να του ή της μοιάζει. Και όλοι μεταξύ τους έχουν ένα βαρύ μελαγχολικό κοινό. Το μη αναστρέψιμο της απουσίας.
Τα πρόσωπά τους στις εικόνες του μυαλού αρχίζουν να ξεθωριάζουν. Τα πρόσωπα εκείνα που για κάμποσο ήταν η αιτία της ευτυχίας τους, έρχεται η μέρα που παλεύουν να ξαναζωντανέψουν ολόκληρα, δίχως κενά, όμως μάταια. Εκείνα τα χαμόγελα, εκείνα τα μάτια, όλο και πιο θολά, θυμίζουν σιγά σιγά ζωγραφιά πάνω στην οποία κάποιος έριξε ένα ποτήρι νερό και αλλοιώθηκε. Κι όμως κοιτώντας πίσω, σ’ εκείνο το μαγικό μακρινό «κάποτε» αυτά τα πρόσωπα ήταν ο κόσμος τους ολόκληρος.
Οι ερωτευμένοι που χωρίζουν, που φεύγουν, που δε γυρίζουν πίσω, που δε θα ξανασυναντηθούν ποτέ, αφήνουν πίσω τους μόνο αρώματα και μέρη. Σαν λουλούδια αποξηραμένα έχουν «φυλακιστεί» μέσα στις αισθήσεις και μόνο αυτές επιβεβαιώνουν πως κάποτε υπήρξαν στ’ αλήθεια. Το άρωμά τους που τόλμησε να φορέσει και κάποιος άλλος, εκείνο το παγκάκι στο οποίο έδιναν κάθε φορά ραντεβού, κάποια λέξη κλειδί που έλεγαν μεταξύ τους ώσπου να την ξαναπάρει τ’ αυτί τους από έναν φίλο, μια χροιά μιας φωνής που έμοιαζε τόσο, τα τραγούδια τους.
Ιστορίες σαν παραμύθια που διηγούμαστε από στόμα σε στόμα γιατί θα ήταν κρίμα να περάσουν στην απόλυτη ανυπαρξία. Ιστορίες που μετά το «the end» αφήνουν μια ανεπαίσθητη γεύση στο «τίποτε πια» που ποτέ δε θα είναι το ίδιο.
Τι είναι οι ερωτευμένοι αλήθεια; Είναι εκρήξεις θα σου πω εγώ. Πανίσχυρες εκρήξεις ικανές να διαλύσουν τα πάντα όσο διαρκούν και που όταν πια σβήσουν δε θα έχει μείνει τίποτε όρθιο ούτε καν από τους ίδιους. Είναι καμικάζι που ζώνονται συναισθήματα και ένστικτα σαν εκρηκτικά. Που ενώνονται για να γίνει το «μπαμ» ώστε να λένε κάποτε οι επόμενοι ότι εδώ, πάνω σε αυτό το ισοπεδωμένο «τίποτε», υπήρξαν και αγαπήθηκαν δυο παρορμητικοί εραστές.
Ένωση, έκρηξη, χάος, τίποτε. Μια διαδοχή επώδυνη, ένας κύκλος αέναος. Οι ερωτευμένοι είναι οι πιο γνωστοί άγνωστοι και οι πιο μόνιμοι φευγάτοι. Πρωταγωνιστές ώσπου να γίνουν κομπάρσοι, το πιο έντονο μαζί ώσπου να γίνουν το πιο παγωμένο χώρια. Είναι όμως σπουδαίοι και θα είναι για πάντα. Διότι όποιος ερωτεύεται κερδίζει μια θέση στην αιωνιότητα μέσα από την αθανασία της τέχνης και του ίδιου του έρωτα.
Γι’ αυτό, κι αν τώρα είναι σαν να μη σε γνώρισα ποτέ μου, εκείνα τα συναισθήματα και οι αισθήσεις μας, τα πάνω και πέρα από εμάς, θα γίνουν έμπνευση που θα μας αναβιώνει για πάντα.
Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Πράντζου: Κατερίνα Κεχαγιά.