Αυτή η δύσκολη περίοδος που διανύουμε έφερε στην επιφάνεια κάποιες μεγάλες αλήθειες. Μία από αυτές είναι ότι κάνουμε σχέσεις ή μένουμε σε αυτές από ανάγκη κι όχι από επιθυμία. Ουσιώδης διαφορά η οποία θάβεται κάπως και προσπερνιέται σαν γνώριμο τοπίο που διαβαίνεις μηχανικά.
Αγάπη δεν είναι να μην μπορείς να ζήσεις χωρίς τον άλλο. Τουναντίον αγάπη είναι να μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτόν αλλά να μη θέλεις. Είμαστε λοιπόν σε σχέσεις που θέλουμε ή είμαστε σε σχέσεις που χρειαζόμαστε, που μας είναι απαραίτητες; Η φράση «χρειαζόμαστε» δεν έχει τη γλυκιά, αγαπησιάρικη έννοια που έχεις στο μυαλό σου, αυτά τα γλυκανάλατα που αραδιάζεις στον σύντροφό σου για το ότι πριν η ζωή σου δεν είχε κανένα απολύτως νόημα αλλά τώρα απέκτησε, τα οποία περισσότερο εξάρτηση δείχνουν. Αν το εξετάσεις προσεκτικά πολλά από τα συναισθήματά μας μπορούν να χαρακτηριστούν συναισθήματα ανάγκης κι όχι επιθυμίας και μάλιστα τα δηλώνουμε νομίζοντας πως κάνουμε εκ βαθέων εξομολογήσεις. «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα». Μπορείς, το θέμα είναι αν θέλεις. «Αν φύγεις θα πεθάνω», αλλά κανείς δεν πέθανε από ερωτική απογοήτευση, πλην λογοτεχνικών εξαιρέσεων κατηγορίας Ρωμαίου κι Ιουλιέττας ή Τριστάνου και Ισόλδης.
Υπάρχει διάσταση, μεγάλη σαν ωκεανός, μεταξύ του να επιλέγεις συνειδητά να μοιράζεσαι τη ζωή σου με έναν άνθρωπο ή να είναι αναγκαίος για την επιβίωσή σου. Κι αυτό μας προκαλεί σύγχυση, μας βραχυκυκλώνει γιατί μεγαλώσαμε πιστεύοντας πως αν δε λιώνουμε δεν είναι αγάπη, πως αν δε χάσουμε τον εαυτό μας στην πορεία, κάτι λείπει απ’ την ιστορία. Οπότε συμβαίνει το εξής, δεν πολεμούμε τους φόβους μας, δεν τους ξεπερνούμε αλλά τους τροφοδοτούμε σε σχέσεις που νομίζουμε ότι συνειδητά επιλέγουμε. Κι αν χάσουμε το θάρρος μας να αντιμετωπίσουμε τον φόβο της μοναξιάς μας ή τον φόβο ότι δεν είμαστε αρκετοί, μένουμε ζώντας με την ψευδαίσθηση ότι από βρισκόμαστε εκεί επιλογή, ενώ αυτό που στην πραγματικότητα θέλουμε είναι να ξανασκεφτούμε τις επιλογές μας και να έχουμε το σθένος να τις αλλάξουμε αν δε μας ταιριάζουν. Αλλά δεν τολμάμε ποτέ, αντιθέτως αραδιάζουμε ένα σωρό δικαιολογίες για την ορθότητα της «επιλογής» μας και μας κρατάμε καθηλωμένους.
Αυτή, λοιπόν, την εποχή της πανδημίας έγινε κάτι μαγικό. Εξωτερικοί παράγοντες μάς ανάγκασαν να κάτσουμε σπίτι και έβαλαν τις άλλοτε ισχυρές σχέσεις μας στο μικροσκόπιο. Οι φόβοι που κρατούσαμε καλά κρυμμένους βγήκαν στην επιφάνεια, μεγεθύνθηκαν και πλέον δεν μπορούσαμε να τους κρυφτούμε, δεν υπήρχε κάτι να τους μουδιάσει, να τους εξουδετερώσει. Βάζοντας όλους τους απρόβλεπτους παράγοντες στο μίξερ, το μείγμα που δημιουργήθηκε ήταν η συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος που έχεις δίπλα σου δεν είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής αλλά βρίσκεται εκεί γιατί πιστεύεις ότι αν τον χάσεις θα χαθείς, ότι μόνος σου δεν μπορείς να επιβιώσεις, ότι δεν μπορείς να βρεις κάτι που να σου ταιριάζει περισσότερο. Ίσως απ’ το μυαλό σου να πέρασε κι η σκέψη τι θα πουν οι άλλοι αν χωρίσεις. Εξάλλου ο σύντροφός σου αυτή τη στιγμή είναι ένα πρόσωπο που ο περίγυρός σου αποδέχεται κι αγαπά. Αν έστω κάτι απ’ όλα αυτά έχει περάσει απ’ μυαλό σου, κάποια υποβόσκουσα ανάγκη παρακινεί τις επιλογές σου κι όχι η πραγματική επιθυμία.
Ας είμαστε όμως δίκαιοι. Το να ξεχωρίσει κανείς αν οι επιλογές του προκύπτουν από ανάγκη ή επιθυμία είναι εξαιρετικά δύσκολο και χρειάζεται βαθιά κι ειλικρινής εσωτερική αναζήτηση. Στην τελική κι η κάλυψη αναγκών, ανασφαλειών ή φόβων αποτελεί επιλογή στο βάθος της -συνειδητή ή ασυνείδητη δεν έχει σημασία. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατακριτέα. Αν όμως θέλουμε να ζήσουμε τη μικρή ζωή μας όσο πιο πιστά στο ποιοι πραγματικά είμαστε, οφείλουμε να αναρωτηθούμε: είμαστε εδώ από ανάγκη ή από επιλογή;
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.