Από παιδί φοβόμουν τα γηρατειά. Όχι τις ρυτίδες και τα άσπρα μαλλιά.
Τα άλλα γηρατειά, του μυαλού της καρδιάς. Τις γεροπαραξενιές που λέμε, την άνευ λόγου γκρίνια, την μιζέρια, την απογοήτευση στα μάτια και τις παρωπίδες στις ιδέες.
Θέλει κότσια κι άντερα για να τα γλυτώσεις αυτά.
Ο Δημήτρης τα διέθετε και τα δύο. Τα μαλλιά του σαν παχύ βαμβάκι, το πρόσωπό του με πολλές, βαθιές χαρακιές αλλά με δυο μεγάλα, ενθουσιώδη και κατάμαυρα μάτια. Ο πιο νέος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Βιολογική ηλικία, εβδομήντα τρία. Πραγματική, εικοσιπέντε.
Όχι δε νεάνιζε. Απλώς εκτιμούσε βαθιά την ζωή. Θεωρούσε μεγάλη αχαριστία απλώς το να αναπνέει. Δεν ήθελε να επιβιώνει, διεκδικούσε να ζει.
Η μέρα του ξεκινούσε στις επτά το πρωί, ελληνικός καφές με κάρδαμο, ραδιόφωνο, μαγείρεμα (κάθε μέρα διαφορετικό φαγητό), βόλτες, σινεμά, διάβασμα, ταξίδια, μαθήματα χορού.
Η τηλεόραση πεισματικά κλειστή. «Αυτοί θα μας πεθάνουν πριν την ώρα μας παιδί μου» έλεγε. Και με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη. Δεν είχε την αλαζονεία της γνώσης και της ωριμότητας, αλλά την λαχτάρα να μάθει, να δει, να ακούσει.
Ψώνιζε πάντα απ’το μίνι μάρκετ τις γειτονιάς, δε γούσταρε τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων. Στα ψώνια τον βοηθούσε ο πιτσιρικάς που δούλευε εκεί. Ο Κωστής. Ο πιο ηλικιωμένος άνθρωπος που γνωρίζω. Βιολογική ηλικία, εικοσιπέντε. Πραγματική, εκατόν τρία.
Ο Κωστής ζούσε με τους γονείς του. Όχι, όχι, λάθος. Δε ζούσε. Απλώς έμενε μαζί τους.
Απ’τις οχτώ το πρωί στο μίνι μάρκετ, ως τις τέσσερις το απόγευμα. Μετά στο σπίτι.
Τα μάτια του πράσινα αλλά κρυμμένα πίσω από κάτι μαύρους κύκλους.
Το σώμα του είχε αλλάξει μορφή απ’τις ατελείωτες ώρες που περνούσε καθισμένος στο γραφείο, μπροστά απ’τον πανάκριβο υπολογιστή του. Είχε κατεβάσει όλες τις τηλεοπτικές σειρές και όλα τα παιχνίδια που κυκλοφορούσαν. Το τηλέφωνό του σπάνια χτυπούσε. Η μόνιμη απάντηση στις προσκλήσεις των λιγοστών φίλων που του είχαν απομείνει, ήταν «όχι».
Ο Δημήτρης το είχε ψυλλιαστεί και στεναχωριόταν.
Του έπιανε την κουβέντα, τον ρωτούσε τι κάνει, πώς περνάει, αν έχει βάλει καμιά κοπελιά στο μάτι κι εκείνος πάντα βιαζόταν να κλείσει τη συζήτηση.
Είχε πάρει το θέμα προσωπικά. Αρνιόταν να πιστέψει αυτό που έβλεπε, έναν πιτσιρικά να αφήνει τη ζωή να περνά από μπροστά του, χωρίς να κουνά καν το δακτυλάκι του.
Κάποια στιγμή του εκτύπωσε το ποίημα της Martha Medeiros «Αργοπεθαίνει όποιος» (αυτό που όλοι νομίζουν πως είναι του Pablo Neruda) και του το τύλιξε μέσα στα χαρτονομίσματα.
«Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντα πως για να ‘σαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής.»
Αποφεύγουμε τα «μέσα» μας γεράματα όταν νιώθουμε με όλες τις αισθήσεις μας το θαύμα της ζωής.
Όταν επιλέγουμε το λουλούδι απ’το αγκάθι.
Όταν κάνουμε το δάκρυ, διαμάντι και το γέλιο, θησαυρό.
Όταν σβήνουμε όλους τους φόβους μ’ένα «μπορώ» και όλα τα λάθη μ’ένα μάθημα.
Όταν πέφτουμε και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια και δίνουμε το χέρι σ’έναν άγνωστο για να μας σηκώσει.
Κάπως έτσι έγινε και με αυτούς τους δύο. Ο Δημήτρης έδωσε το χέρι του στον Κωστή και τον τράβηξε απ’τον βάλτο του. Δεν έγινε σε μια μέρα, δεν έγινε μόνο με ένα ποίημα.
Γιατί πέρα από όσα γράφουν τα βιβλία και διδάσκουν οι ταινίες, η πραγματική αλλαγή απαιτεί και χρόνο και κόπο και διάθεση.
Ο Κωστής όμως υπήρξε τυχερός κι αποδείχτηκε αποφασισμένος.
Ο Δημήτρης του είχε δώσει την πρώτη σπρωξιά, αυτή που πυροδότησε το φιτίλι της αλλαγής. Και το χάρηκε πολύ. Λίγο καιρό μετά, όταν τον βρήκαν στο κρεβάτι του, είπαν ότι φορούσε ένα χαμόγελο ευτυχίας. Και με αυτό τον θυμόμαστε όλοι.