Διάβασε εδώ το Α’ Μέρος.

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και η πόλη ανέδυε μια μυρωδιά υγρού χώματος και ζεστής σοκολάτας. Η βροχή έγλειφε περίτεχνα το πεζοδρόμιο και μέσα από τα κλειστά παράθυρα ένιωθες τη ζέστη των σπιτιών να θολώνει το γυαλί, μεταμορφώνοντας τα κτίρια σε τεράστια βιομηχανικά βιτρό.

Βήματα βιαστικά και σακούλες σε κάθε χέρι, όλες οι κατευθύνσεις οδηγούσαν σε κάποια κουζίνα που μύριζε ψητό κοτόπουλο κι αγάπη.

Εκείνος σε ένα σπίτι που δεν έμπαινε φως, ούτε αγάπη, έριχνε πάνω του τo πρώτο φούτερ που βρήκε μπροστά του κι εύχονταν απλά για λίγη ησυχία. Ίσως όμως το απλό να είναι και το πιο δύσκολο, σε έναν κόσμο που έχει μάθει να τρέχει γρήγορα, με πόδια που σε κάθε τους βήμα σκάνε δυνατά στο έδαφος.  

Έπρεπε να κινηθεί όταν το μόνο που ήθελε είναι να μείνει ακίνητος, έπρεπε να ζήσει, να μιλήσει, να γίνει και πάλι φυσιολογικός, να επανέλθει στην πραγματικότητα. Έπρεπε κι έπρεπε σύντομα, παρ’ όλο που δεν είχε ιδέα της έννοιας της πραγματικότητας πια.

Αυτά ήταν τα λόγια του φίλου του για να τον πείσει για μια βόλτα, με κίνητρο την ύπαρξη μεγάλης ποσότητας αλκοόλ και ελάχιστης συζήτησης. 

Με λασπωμένα παπούτσια και κενό βλέμμα, βρέθηκε να τα πίνει κάπου που ίσως ήταν ωραία, μα δεν σήκωσε ποτέ τα μάτια του για να το ανακαλύψει. Ίσως να υπήρχε και κόσμος που περνούσε καλά, ίσως πάλι να μην είχε μπει ψυχή στο μαγαζί. Ποιος ξέρει, το σημαντικό ήταν ότι το ποτήρι μπροστά του ήταν γεμάτο.

Αντρέα από δω η Μαριάννα, είμαστε συνάδελφοι από τη δουλειά. Πέρασε να πει ένα γεια.

Δεν ήταν αρκετά δελεαστική πρόταση για να της δώσει σημασία, μα αποφάσισε να κοιτάξει για λίγο. Ήταν όμορφη, χωρίς να είναι κιόλας, με τις καστανές της μπούκλες να πέφτουν αρμονικά στους ώμους της, λες και η κάθε μια είχε φτιαχτεί για να βρίσκεται ακριβώς εκεί. Τα μάτια της θύμιζαν κάτι από σπίτι, από ‘κείνα τα παλιά με τις μικρές αυλές και τον βασιλικό στο περβάζι. Είχε και μια μικρή ελιά στο αριστερό της μάγουλο.

Χαμογέλασε λιγάκι και η μνήμη τον ξαναχτύπησε. Εκείνη είχε κάτω από το λαιμό, μια μεγάλη μαύρη ελιά που σιχαινόταν και την έκρυβε συνέχεια κάτω από τεράστια μάλλινα κασκόλ. Τη λάτρευε εκείνη την ελιά, μα δεν της το είχε πει ποτέ. Αν την έβλεπε ξανά, ίσως αυτό να ήθελε να της πει, μήπως και αγαπήσει κι εκείνη με τη σειρά της, ένα ένα όλα της τα ψεγάδια.

Η Μαριάννα ήταν το τέλειο αναλγητικό για τις στιγμές που το αλκοόλ αποφάσιζε να κάνει ένα βήμα πίσω και να πάρει τα ηνία η καθαρή σκέψη. Μιλούσε ενθουσιασμένα, είχε δίψα για ζωή, φαινόταν πραγματικά χαρούμενη κι αυτό τον έκανε να αναρωτηθεί πώς να φαίνονται αλήθεια τα δικά του μάτια σ εκείνη. 

Ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκαν σπίτι του. Ήταν εύκολο, ήταν αναμενόμενο, ήταν ασφαλές. 

Την κόλλησε στον τοίχο κι άρχισε να την περιεργάζεται με το πρόσωπό του. Η μυρωδιά της είχε κάτι από κανέλα και οινόπνευμα, ήταν ζεστή και ιδρωμένη, ήταν διαθέσιμη κι αυτός πολύ πληγωμένος για να αντισταθεί. 

Έγιναν όλα βιαστικά, ένοχα, ξεχείλιζαν σάρκα και απελπισία, ήταν δυο σώματα που ήθελαν να ενώσουν τη μοναξιά τους, δεν υπήρχαν περιττά λόγια και άγευστες γαρνιτούρες. Ήταν αυτό που ήταν. Ωμό, ειλικρινές και ανακουφιστικό, γιατί για πρώτη φορά δε χρειαζόταν να πει κάποιο ψέμα για το πώς νιώθει.

Άδειος.

Έστριψε ένα τσιγάρο και της το πέρασε. 

«Σε κατέστρεψε πολύ άσχημα. Εκείνη λέω, που σε έκανε έτσι. Υπάρχει πάντα μια εκείνη, έτσι δεν είναι;»

«Πάντα», είπε χωρίς να την κοιτάξει. 

Επιμέλεια Κειμένου Γιοβάννας Κοντονικολάου: Κατερίνα Κεχαγιά

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου