Καλοκαίρι, μωρέ! Γουστάρουμε όλοι. Στις ακρογιαλιές, στις ταράτσες, στο περιβόλι με τη φέτα καρπούζι και να φτύνουμε τα κουκούτσια περιμετρικώς. Στα καυτερά πεζοδρόμια της πόλης, στα εξωτικά γραφεία που τρέχουν οι δουλειές και ρέει το χρήμα, στα μέσα μεταφοράς με το φυσικό κλιματισμό και το φυσικό αρωματικό χώρου.
Γυρνάς σπίτι, ταΐζεις παιδιά, σκυλιά, άντρα. Κάνεις αέρα με βεντάλια σαν τη γιαγιά σου. Δεν παλεύεται άλλο, ρίχνεις λίγο νερό στο μπαλκόνι να πιτσιλιστούν και τα πόδια σου και στο τέλος απλώνεις την αρίδα σου σε δύο καρέκλες. Αράζεις μέσα στην ησυχία της νύχτας, που δε σ’ ενοχλεί κανείς, ούτε καν οι σκέψεις σου πια.
Στην αρχή είναι τ’ απόλυτο τίποτα. Μετά από λίγο ξεκινάς να παρατηρείς τα δάχτυλα των ποδιών σου. Τα κουνάς λίγο μέσα απ’ την παντόφλα με δάχτυλο – βολεύει. Ακολουθείς ασυναίσθητα έναν ρυθμό. Από κάπου έρχεται μουσική. Σηκώνεις τα μάτια να καταλάβεις. Οι απέναντι είναι.
Παρατάς τα δάχτυλά σου κι επικεντρώνεις το ενδιαφέρον σου εκεί. Τα σπίτια σας είναι στο ίδιο ύψος και βλέπεις ευθεία μέσα στην μπαλκονόπορτά τους. Ο ένας μιλάει και χειρονομεί, μοιάζει πιο νευρικός τύπος ανθρώπου. Θα πίνει καφέδες σίγουρα. Πώς να πίνει τον καφέ του; Λέει καλημέρα το πρωί πριν ή μετά την πρώτη κούπα; Εσύ στη δουλειά σου χρειάζεσαι δύο.
Πότε θα πάρεις άδεια στη δουλειά; Ας μην τη βάλεις πάλι Αύγουστο, γίνεται χαμός στις διακοπές. Φέτος να κάνεις κάτι εναλλακτικό. Να φύγεις αρχές Σεπτέμβρη, είναι απ’ τις καλύτερες εποχές, λένε οι γονείς σου. Έχεις αρχίσει να σκέφτεσαι σαν τους γονείς σου. Πάψε, δεν είσαι γέρος, εναλλακτικός είσαι, πολύ απλό. Να πήγαινες, μωρέ, μια Καραϊβική να γουστάρεις; Πάλι Σύρο φέτος στο σπίτι της γιαγιάς βαριέσαι. Νησί το ένα, νησί και τ’ άλλο. Τι της λείπει της Καραϊβικής, δηλαδή; Τις παραλίες της τις έχει, τα κοκτέιλ της τα φτιάχνει, από πειρατές άλλο τίποτα.
Τι ώρα να ’ναι τώρα εκεί; Φαντάζεσαι τον εαυτό σου να κάθεται αυτή τη στιγμή σ’ ένα μπαλκόνι της Αρούμπα. Θα ‘χουν κι εκεί οι άνθρωποι μπαλκόνια. Το δικό σου βλέπει στον μοναδικό λόφο του νησιού και χαζεύεις την εξωτική βλάστηση. Πίνεις κάτι με ρούμι ας πούμε. Βγαίνει κι ο γείτονας στο δικό του μπαλκόνι κι οι ματιές σας συναντιούνται. Σου γνέφει φιλικά και σε ρωτάει για τη μέρα σου στη γλώσσα του νησιού του, «παπιαμέντο» – έχεις ήδη μπει στο ίντερνετ και γκουγκλάρεις ασύστολα πληροφορίες για το νησί.
Πού λεφτά, όμως, για Αρούμπες; Άσε που δε μιλάς και παπιαμέντο. Με το μισθό που παίρνεις ίσα που βγάζεις το μήνα με μια σχετική άνεση. Ίσως πάλι τώρα να ‘ναι η ώρα ν’ αλλάξεις επαγγελματική πορεία. Πώς θα ήταν να σηκωνόσουν το επόμενο πρωί, να τα βροντούσες όλα και να πήγαινες ν’ ανοίξεις το δικό σου μαγαζάκι με μπισκότα;
Θα ήταν μικρό, τρύπα και θα το μάθαιναν μόνο από στόμα σε στόμα. Όσοι θα το έβρισκαν, θα έμπαιναν απ’ την ξύλινη πόρτα και θα χτυπούσε το καμπανάκι την παρουσία τους. Θα δοκίμαζαν απ’ όλες τις γεύσεις σου· με γλάσο, με σταγόνες σοκολάτας, μ’ αποξηραμένα φρούτα του πάθους. Σιγά-σιγά θα γινόταν περίφημο και θα σε ζητούσαν κι απ’ το εξωτερικό. Τα γεράματά σου θα σ’ έβρισκαν βαθιά μες στα πλούτη και πάντα μ’ ένα νέο μπισκότο στο πιατάκι του καφέ σου.
Παρέα φαντάζεσαι κι ένα γέρικο χέρι να κρατάει το δικό σου. Είστε κάπου μέσα σε μια αυλή, έχει γλάστρες και ζαρντινιέρες τριγύρω, από πάνω σας ένα κλήμα αναρριχάται στην πέργκολα. Ακούτε χαμηλά μουσική, μπορεί να ‘ναι κλασική, αλλά δεν αποκλείεις να ‘ναι και μέταλ. Ένα βιβλίο αφημένο ανοιχτό πάνω σε μια εφημερίδα στο σιδερένιο τραπεζάκι. Το τραπεζάκι είναι μπλε, το έβαφες προχθές και μετά παραπονιόσουν δύο μέρες για τη μέση σου. Δε φταίνε τα παιδιά που τα έπαιζες και τα σήκωνες στους ώμους σου όλο εκείνο τ’ απόγευμα. Πόσο ωραία περάσατε, όμως. Καιρό είχαν να σου φέρουν τα εγγόνια σου, χαίρεσαι που άκουσες ξανά τα γέλια τους. Να τα, πάλι. Έρχονται απ’ το μπάνιο. Σηκώνεσαι να φέρεις παγωτά.
Μπαίνεις στο σπίτι, κλείνεις πίσω σου το παντζούρι, πας προς το δωμάτιο. Πώς πέρασε έτσι η ώρα, ούτε που κατάλαβες. Βλέπεις το αμόρε να κοιμάται φαρδιά-πλατιά στο κρεβάτι σου και του χαϊδεύεις απαλά τα μαλλιά. «Σήμερα σου έφτιαξα στη φαντασία μου τρία εγγόνια, να ξέρεις. Ευτυχώς που σε πήρε ο ύπνος νωρίτερα.»
Ξαπλώνεις κι η μέρα σου τελειώνει. Λίγο πριν αποκοιμηθείς, γελάς μες στα σκοτάδια μ’ όλες εκείνες τις χαζομάρες που γέννησε πάλι το κεφάλι σου. Όλα εκείνα τ’ αφελή, τα τρελά, τα διασκεδαστικά, που σκεφτόμαστε όταν μένουμε μόνοι μας τα βράδια στο μπαλκόνι μας.
Επιμέλεια Κειμένου Μαίρης Ρήγα: Πωλίνα Πανέρη