Και τώρα οι δυο μας. Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε. Εσύ κι εγώ. Μόνοι μας.
Εδώ, εμένα θα κοιτάς και θα μ’ ακούσεις. Αυτή τη φορά θα μ’ ακούσεις. Οι δικαιολογίες τελείωσαν.
Πάει πολύς καιρός που κάνω τα στραβά μάτια και όλο σε δικαιολογώ, σε υπερασπίζομαι, καμιά φορά σε λυπάμαι κιόλας. Είναι ό,τι χειρότερο μπορώ να σου κάνω, το ξέρω. Ξέρω πως σιχαίνεσαι το να σε λυπούνται. Σε ξέρω πολύ καλά, βλέπεις.
Μην κοιτάς που εδώ και σχεδόν δεκαοχτώ μήνες σ’ έχω αφήσει στο έλεος σου.
Εδώ, είπαμε, άσε το κινητό. Τώρα κοιτάς εμένα.
Με ντρέπεσαι και κατεβάζεις τα μάτια. Δεν αντέχω, όμως, άλλο. Δεν μπορώ να σε βλέπω να χάνεσαι, να σκορπίζεσαι, να έχεις μεταλλαχτεί σχεδόν σε κάτι που ποτέ, ούτε καν μπορούσες να φανταστείς ότι θα γινόσουν.
Πού πήγε η δύναμη σου; Πού πήγε ο εγωισμός κι η περηφάνια σου; Θυμάσαι, άραγε, πώς ήσουν πριν; Θυμάσαι τίποτα από πριν;
Οι άλλοι τί σου λένε; Αστεία ερώτησή, ε; Για να σου πουν πρέπει να σε δουν κι εσύ έχεις χαθεί από τα πάντα, απ’ όλους κι απ’ όλα.
Καημένε μου, εαυτέ. Σε σένα μιλάω και σταμάτα να ψάχνεις το κινητό σου. Αφού δε θα σε πάρει. Ή μάλλον και να σε πάρει ξέρεις τί πρόκειται να σου δώσει. Θα σου δώσει λίγα ψιχουλάκια, εσύ θα τα φας και θα αρχίσουμε πάλι απ’ την αρχή.
Όχι. Τέλος. Πες το, επιτέλους.
Αυτό που βλέπω στον καθρέφτη αυτή τη στιγμή, δεν μ’ αρέσει καθόλου. Στο ‘πα;
Πριν καιρό, ήσουν ο πιο χαρούμενος άνθρωπος. Όλοι σου έλεγαν πως όταν γελάς, γελάνε μαζί και τα μάτια σου. Έχεις δει τα μάτια σου τελευταία; Μαύρα, σκοτεινά κι άδεια. Κι όταν ο έρωτας σου δίνει αυτά τα λίγα ψίχουλα, γελούν μόνο τα χείλη σου γιατί τα μάτια δεν μπορούν. Η ψυχή σου, βλέπεις, την ξέρει την αλήθεια.
Γλυκέ μου εαυτέ, πόσο ωραία περνούσαμε οι δυο μας. Τα είχαμε βρει τόσο καλά. Τί χάλασε; Δεν μπορώ να καταλάβω.
Συμβούλευες τόσο καλά τους άλλους και τώρα που ήρθε η σειρά σου κάτι στράβωσε. Εσύ στραβώθηκες, μάλλον απ’ τον έρωτα.
Έτσι μπράβο. Να με κοιτάς θέλω.
Ο έρωτας, λοιπόν, καλέ μου είναι το πιο απόλυτο συναίσθημα. Ή που θα σε εξυψώσει ή που θα σε ταπεινώσει και θα σε κάνει να χάσεις ακόμη και τον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτό πάθαμε κι εμείς. Χαθήκαμε.
Σου υπόσχομαι, όμως, ότι θα σε ξαναβρώ. Απόψε, τώρα.
Υπάρχει κάτι χειρότερο απ’ το να χάνεις το ίδιο σου τον εαυτό; Να σταματάς να κάνεις τα πράγματα που σου άρεσαν, να βαδίζεις άβουλα στο δρόμο που σου δείχνει ο άλλος, να θέλεις να τσιρίξεις ότι δεν περνάς καλά, ότι δεν καλύπτεσαι, ότι δεν σου αρκούν όσα σου δίνει κι αντ’ αυτού να στύβεις το κεφάλι και να υποκύπτεις πάλι και πάλι;
Η δικαιολογία μία και μοναδική. Φοβάσαι μήπως και χάσεις τον έρωτα. Λες και που τον έχεις σου προσφέρει πολλά. Μια ψευδαίσθηση ευτυχίας σου δίνει και του δίνεις άλλη μια παράταση. Κι ας νιώθεις ότι χάνεσαι κι ας έχεις κουραστεί τόσο.
Χαζέ μου εαυτέ, θυμάσαι τί σου είπε τις προάλλες ο έρωτας; Να σου θυμίσω άλλη μία. Σου είπε ότι δεν πρόκειται ν’ αλλάξει, έτσι είναι κι αν γουστάρεις. Γουστάρεις; Όχι, το ξέρω. Γιατί κάθεσαι;
Δεν ξέρω αν στο είπα, αδερφούλη. Εσύ κι εγώ από αυτή τη στιγμή την κάνουμε. Τα κουβαδάκια μας, τα κομμάτια μας και σ’ άλλη παραλία. Έχει άπειρες παραλίες τριγύρω. Ήρεμες και καθαρές. Μπορεί να κάνεις χιλιόμετρα για να τις ανακαλύψεις αλλά θα τις βρεις, σίγουρα.
Το θέμα είναι να χάνεσαι μέσα στον έρωτα κι όχι να χάνεσαι για τον έρωτα.
Άντε, σκούπισε τα ματάκια σου και χαμογέλασε. Το φινάλε πρέπει να ‘ναι εντυπωσιακό. Έτσι ήσουν και πρέπει να συνεχίσεις να ‘σαι. Αυθεντικός, γνήσιος κι όχι κάποιος άλλος για το χατίρι κάποιου άλλου.
Σύμφωνοι;