Γεννημένη το 1958 με ένα πιστοποιητικό γεννήσεως που γράφει 1959 χωρίς ούτε η ίδια να καταλαβαίνει το γιατί. Μου πήρε χρόνια να ξεκαθαρίσω στο νου μου την σωστή ημερομηνία. Πρόσφυγας στα πέντε της και ξανά στα δεκάξι της, μα δεν θα την ακούσεις ποτέ να μιλά για την προσφυγιά.
Ούτε αν την βομβαρδίσεις με ερωτήσεις.
Ποτέ.

Μάνα για πρώτη φορά στα είκοσι δύο. Μάνα για χιλιάδες φορές από τότε.
Δασκάλα σε νηπιαγωγείο, θα πει κάποτε γελώντας, πως απ’τα χέρια της πέρασαν όλα τα παιδιά του κόσμου.
Πάντα ζήλευα τα δεκάδες παιδάκια που την αγαπούσαν.

Που μου την διεκδικούσαν.

Καμάρωνα παράλληλα για όλους όσοι την αναγνωρίζουν, την εκτιμούν και την αγκαλιάζουν, ακόμα και τώρα, τριάντα χρόνια μετά.

Στην πρώτη γραμμή της παρέλασης στα σχολικά της έτη, τότε που ήθελες κότσια να είσαι εκεί. Κέρδισε με την αξία της μία θέση στην Νομική Αθηνών, που απέρριψε με σιγουριά, μιας και εκείνους τους καιρούς τα παιδιά σκέφτονταν περισσότερο τους γονείς τους.

Πέρασα μαζί της, τις περισσότερες ώρες της ζωής μου.

Στο σπίτι, στο σχολείο, στο αυτοκίνητο, στους ατελείωτους περιπάτους.

Δεν την ένιωθα φίλη μου όμως και της το φώναζα κλαίγοντας, όταν ήθελα να κερδίσω το πάνω χέρι στους καβγάδες μας.

Ήταν απλά και απέριττα, η μαμά μου.

Μια μαμά, σκέτη ζάχαρη.

Ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, που το δίκιο της δεν το απαιτεί συχνά και το βρίσκει πάντα μέσα της, για να ηρεμεί.

Αυτή που πνίγεται σ’ένα ποτήρι νερό, για να προσφέρει τα μέγιστα στους άλλους.

Αυτό είναι το αδύναμο αλλά και δυνατό σημείο της.

Να δίνεται ολοκληρωτικά στις ανάγκες όσων αγαπά.

Λένε πως η απόσταση, φθείρει τις ανθρώπινες σχέσεις.

Όταν έφυγα από σπίτι για σπουδές, κατάλαβα ότι ακόμη και με την απόσταση στη μέση, το αίμα νερό δεν γίνεται. 

Στα τριάμισι χρόνια, δεν πέρασε ούτε μέρα που να μην την ακούσω.

Με την ίδια συχνότητα, όπως και τις ενενήντα μέρες που επιστρέφω στο σπίτι, τις ογδόντα επτά καυγαδίζουμε, όπως λέει και ο μπαμπάς.

Η Αλίκη μου, αν και θα ‘ταν ψέμα να πω ότι δε με κακόμαθε και δε με τραβολογούσε για ώρες στα καταστήματα, μου έδωσε άλλα. Καλύτερα.

Μου ‘μαθε ότι η αληθινή ομορφιά, δεν περιμένει κανένα μακιγιάζ και καμία κρέμα ομορφιάς για να διατηρηθεί.

Μου δίδαξε οτι η εκδίκηση, δεν οφελεί σε τίποτα.

Μου απέδειξε ότι το να μετράς τα λόγια σου όταν πρέπει, είναι αρετή. 

Δεν με πήρε ποτέ την Κυριακή στην εκκλησία. Αλλά μου έμαθε να πηγαίνω όταν νιώσω την ανάγκη να ανάψω ένα κερί και να προσευχηθώ.

Της χρωστάω όλο μου το «είναι», για όλα αυτά τα βράδια που ξενύχτησε δίπλα μου στο κρεβάτι, για το άγχος που κουβαλούσε ακόμα και για την πιό μικρή μου εξέταση, για όλα όσα ανέκτηκε με την σιωπή της, για τα τάματα που έκανε για μένα καθώς οι φίλες μου, κουτσομπόλευαν έξω από το χειρουργείο.

Δεν θα σταματήσω ποτέ να λέω «Θέλω τη μαμά μου» και να το εννοώ στις δύσκολες στιγμές, όπως ούτε και κείνη θα σταμάτησε ποτέ να κλαίει στην επιστροφή της, κάθε φορά που με άφηνει στο αεροδρόμιο.

Αν γίνω και γω μαμά, θέλω να γίνω μία Αλίκη.

Με την διαφορά, να αφήνω πάντα ένα μικρό κομματάκι και για μένα.

Συντάκτης: Χαρά Αναξαγόρα