Όσο πιο ακατάστατη είναι η ντουλάπα σου, τόσο πιο μπερδεμένη είναι η ζωή σου.

Η ντουλάπα της ήταν πάντα άνω κάτω. Μπερδεμένα μάλλινα με καλοκαιρινά.

Πεταμένα μαγιό δίπλα σε καμπαρντίνες.

Ασφυκτικά γεμάτη, την έπνιγε.

Ξεχείλιζε από παντού και ποτέ δεν είχε κάτι να φορέσει.

Έτσι και στη ζωή της, ανακατεμένοι άνθρωποι, μισοτελειωμένες ιστορίες.

Τους κουβαλούσε μαζί της χρόνια, όλο έλεγε να τους αδειάσει και όλο τους κρατούσε μήπως χρειαστούν.

Όπως τα ρούχα της, δεν τα πρόσεχε καθόλου, τα γέμιζε λεκέδες.

Λίγα τα είχε ακριβοπληρώσει, τα περισσότερα από δεύτερο χέρι, φτηνιάρικα.

Τσαλακωμένα και ποτισμένα από βραδιές με τσιγάρο και αλκοόλ.

Μην τυχόν και ξεχάσει ανθρώπους και μυρωδιές.

Κάπως έτσι συμπεριφερόταν και με στους ανθρώπους η Στέλλα.

Από τους έρωτες της, μέχρι τους επιστήθιους εχθρούς της.

Τους κουβαλούσε πάνω της, τους έδενε μαζί της χειροπόδαρα, τους παρατούσε στα μισά της διαδρομής.

Γύριζε όμως να τους μαζέψει μήπως τυχόν και χάσουν το δρόμο.

Ερωτευόταν συχνά. Ξεχνούσε γρήγορα. Παρτάκια, την έλεγαν.  

Εκείνη απλά έκανε διαλείμματα, έπαιρνε βαθιές τζούρες οξυγόνου κι επέστρεφε μόλις βαριόταν.

Γύριζε σε γνωστά λημέρια να μαζέψει την λεία της.

Ανθρώπους που έκαναν το λάθος να της δείξουν αδυναμία, τους πατούσε με όλη της τη δύναμη.

Ύψωνε το «εγώ» της και ψήλωνε δυο μέτρα.

Όταν της τσάκιζαν τα φτερά επέστρεφε στους ίδιους, να τους αποτελειώσει.

Όπως ακριβώς εκείνο το ξεσκισμένο τζιν που φορούσε με μανία.

Τόσες τρύπες είχε πάνω του, τόσα μπαλώματα και εξακολουθούσε να το κουβαλάει μαζί της.

Ανούσιοι έρωτες, δανεικά κρεβάτια, φιλίες συμφέροντος κι ένα σωρό κοινωνικές συναναστροφές που τραβολογούσε από το σχολείο.

Χάριν ανάμνησης οι περισσότεροι, μπαινόβγαιναν στη ζωή της από πόρτες και παράθυρα.

Ορισμένοι εκλεκτοί είχαν και κλειδιά, ψώνιζαν ό,τι της είχε απομείνει στο μαγαζάκι.

«Τι θέλεις καλέ μου, ένα, δυο βράδια;». Τρία του χάριζε εκείνη

Και γέμιζε και άδειαζε και ξήλωνε και έραβε.

«Δε σου κάνει το τζιν κοπέλα μου, όχι δεν σου κάνει. Είναι το ίδιο που φορούσες στο λύκειο. Είναι παράταιρο πια. Πέτα το!»

Μονολογούσε ενώ πάλευε μπροστά στον καθρέφτη να χωρέσει μέσα του.

«Δε σου κάνει ούτε η Μαρία, ούτε ο Βασίλης. Άσπρο εσύ, κόκκινο εκείνοι. Τι κοινό έχεις;»

«Αναμνήσεις.»

«Να χαρώ εγώ λόγο που τις κουβαλάς. Πέτρες στις τσέπες σου.»

Θυμήθηκε και τον Γιώργο έρωτας μεγάλος.

Χρόνια ολόκληρα κρέμεται στην ντουλάπα, δίπλα από εκείνο το σακάκι με τις πούλιες.

Οι πούλιες δε γυαλίζουν, όπως δε γυαλίζει κι εκείνος πια.

Δεν της κάνει, την στενεύει  στα μανίκια.

Κάτι τρύπες που άνοιξε ο σκόρος κάνει πως δεν τις βλέπει.

Κυριακή ήταν και χαρά Θεού ο καιρός. Πρωί πρωί σηκώθηκε από το κρεβάτι.

«Μάνα, μάνα λέω, φέρε χαρτοκιβώτια. Έχουμε σακούλες σκουπιδιών;»

Άρχισε με μανία να σκορπάει ρούχα στο δωμάτιο.

Την άδειασε την ντουλάπα. Τα πέταξε σχεδόν όλα. Για χειμώνα δεν κράτησε τίποτα.

Έρωτες παλιοί, φίλοι του δήθεν .

Κάτι μακό χιλιοφορεμένα.

Μαζί με αυτά έφυγαν και τα βάρη της .

«Τι είναι όλα αυτά παιδάκι μου; Τι να τα κάνω;»

«Τα σκουπίδια στον κάδο παρακαλώ.»

«Είναι κάτι για ανακύκλωση;»

«Ανακύκλωση; Ούτε καν! Δεν τα χρειάζομαι πια.»

Η ντουλάπα της άδεια και τακτοποιημένη στην εντέλεια. Το ίδιο και η ζωή της. Ξελάφρωσε.

Μαζί με τα παλιόρουχα έφυγαν και οι πολυφορεμένες αναμνήσεις, βαρίδια της ύπαρξής της.

Καμάρωσε για αυτό.

Αύριο θα πάει βόλτα στα μαγαζιά. Θα αγοράσει ολοκαίνουρια. Χρωματιστά, φανταχτερά, του κουτιού και του γούστου της.

Κι εκείνο το σακάκι με τις πούλιες πόσο κακόγουστο ήταν Θεέ μου;

Συντάκτης: Βάγια Τοπάλη