H μοναξιά σου, μου χτυπάει την πόρτα.

Σαν τους πλασιέ με τις μαύρες τσάντες παραγεμισμένες με όνειρα χαμένων ποιητών, συνταγές Ελληνίδων νοικοκυρών, αποφθέγματα δήθεν σοφών κλεισμένα σε χάρτινο κουτί, σε έκδοση πολυτελή.

Έτσι φαντάζει η μοναξιά σου. Τόσο μικρή και άυλη, παραμορφωμένη, αστεία. Έτσι, μακρινή και άμοιρη, δίχως καμιά αξία.

Δεν της ανοίγω.  Δεν την καλωσοριζω,δεν της προσφέρω καφέ, δεν την αγάπησα ποτέ την μοναξιά σου.

Μονάχα στέκομαι και την κοιτάζω από το μάτι της πόρτας. 

Έρχεται πάντα την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή. Και δεν κρύβει καμιά ανατροπή. Μόνο μια μικρή συστολή και πάλι δε παίρνω και όρκο.

Ξέρεις, δε νιώθω ευχαρίστηση που με αποζητάς. Ούτε αυτό που λένε «ικανοποίηση». 

Δεν έχω καμιά διάθεση να αγοράσω πια ό,τι και αν πουλάς. 

Από πλασιέ ονείρων χορτάσαμε, γιόμισε ο τόπος απο δαύτους.

Και οι μοναξιές εις το τετράγωνο είναι θεωρητικά και πρακτικά επιβλαβείς για την ψυχική υγεία. 

Φαίνεσαι εξαντλημένος μα η μοναξιά σου είναι τόσο ζωντανή. 

Σου είπα όμως πως ποτέ δεν αγάπησα τη μοναξιά σου. Ούτε τη δική μου φυσικά, την οποία και εκπαραθύρωσα προχθές το βράδυ. Με άγκαλιασε τόσο σφιχτά που κόντεψε να με πνίξει. 

Κρεμάστηκε στον ποδόγυρό μου, τυλίχτηκε στα πόδια μου και έκλαιγε σαν μωρό.
«Σε πλήρωσα και με το παραπάνω, κακομαθημένη», της είπα.

Εκείνο το πρωί που άνοιξα την πόρτα σε έναν πλασιέ ονείρων και αγόρασα αγάπη με δόσεις.

Εσύ πουλούσες εγώ αγόραζα.  Θυμάσαι; Θυμάμαι εγώ. Μονομερώς χρεωστικό. 

Η μοναξιά σου μου χτυπάει την πόρτα. Μα τώρα δε μένει κανείς που να την γνωρίζει εδώ.

  

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου