Ποιος καθορίζει το «καλό παιδί», την «άξια κυρά», τον ιδανικό σύντροφο τέλος πάντων; Ποιος τολμά να οριοθετεί έτσι στεγνά ανθρώπινες ψυχές, έρωτες και αγάπες, προς χάρην της ικανοποίησης αυτού του κοκκινωπού τέρατος ονόματι «εγώ’»:
Πολλοί θα μου πείτε. Ίσως και εσείς πάνω στον παροξυσμό σας. Ίσως και εγώ πάνω στην ανασφάλεια μου.
Είναι όμως και αυτοί που όσο και να χτυπάς το κεφάλι σου στο τοίχο για να τους πείσεις για το αντίθετο, θα σου προβάλλουν αλλεπάλληλα επιχειρήματα προκειμένου να περάσει το δικό τους.
Ειδκή κατηγορία: γονείς. Ακόμα πιο ειδική: μάνα, μητέρα, μαμά, μανούλα, μανουλίτσα.
Δεν της καλ’ άρεσε το παλικάρι ή η μορφονιά που κουβάλησες στο σπίτι της και αρχίζει ο εξάψαλμος που τελειωμό δεν έχει.
Τονίζω το «της», γιατί αυτός ο ευνουχισμός πρέπει κάποτε να τελειώσει, να εξαφανιστεί από προσώπου γης, να πάει στον αγύριστο ανεπιστρεπτί.
Τον ατελείωτο λέμε. Αυτό ζει και η Μαριάνθη. Τρία χρόνια τώρα, μέσα στη κρίση, ζεί και την κρισάρα της μαμάς. Δεν το θέλει το παλικάρι, δεν το θέλει.
Τσίμα τσίμα μαζεύει τα όποια ευρώπουλα της περισσεύουν για να μπορέσουν, μαζί με το καλό της, να βολευτούν σε κανά στουντιάκι. Ούτε μπαλκόνια, ούτε περιοχές τους ενδιαφέρουν, αρκεί να ησυχάσουν από το μπίρι μπίρι και αυτό τον ψυχολογικό εκβιασμό, που δηλητηριάζει το μυαλό τους και κοντεύει να εκραγεί και τότε να δεις οικογενειακά δράματα.
Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, που ακόμα αναζητάμε την θαλπωρή και την επιβεβαίωση των γονέων, θέλει μαγκιά να πεις το ΟΧΙ.
Και να αποφασίσεις ότι η ζωή είναι μία και μoναχά δική σου.
Δε χρωστάς σε κανένα Μαριάνθη και Μαριάνθες όλης της γης.
Καμία εξήγηση και ας πονάς.
Και ας φοβάσαι ότι θα κοπεί αυτός ο άτιμος ο ομφάλιος λώρος, που κείτεται ακόμα ματωβαμμένος και μας στοιχειώνει μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Ο πατήρ λιγομίλητος. Υποταγή στην εξουσία, άλτ! «Ότι πει η μάνα σου».
Βρε ξυπνήστε από τη μαστούρα της μητριαρχικής δικτατορίας! Και πατριαρχική να είναι, ξεπλύνετε την τσίμπλα από το μάτι που έχει μπλοκάρει τα ματοτσίνορα και ρίχνει βαθύ σκοτάδι.
Για το καλό της ψυχής σας δηλαδή, μπας και τα βράδια γίνουν λιγότερο δυσβάσταχτα.
Ο καλός της Μαριάνθης παραιτήθηκε, τα διέλυσε όλα. Πέταξε μακριά σπουδές τεσσάρων χρόνων, κόπους και αγωνίες γονέων.
Γιατί βέβαια αυτός δεν ίδρωσε, δεν έγινε νυχτερίδα για να τα βγάλει πέρα, δεν έκλαψε, δεν πάθαινε μικρές κρίσεις πανικού από την εξάντληση, όχι τι λέτε, καθήκον του ήταν, γιατί αυτοί πότε θα λάβουν τα παράσημα του Άξιου και Τίμου Γονέα;
Γι’ αυτό τον αγάπησε η Μαριάνθη, έκανε αυτό που πάντα ήθελε. Μουσική. Νότες είναι. Δεν έγινε και junkie το παιδί!
Μα και αυτό να ήτανε, ποιοι είστε εσείς που θα μπουντρουμιάζετε ανθρώπινες ζωές;
O καλός της, δεν είναι καλός πια. Δε φέρνει λεφτά, δε μυρίζει αρώματα, δεν αφήνει στο τραπέζι μισθούς.
«Αυτά τα μαύρα πρόβατα να φοβάσαι», της είπε την άλλη φορά η μάνα της.
Μερικές φορές μέσα στο ντελίριό της, από μαύρο πρόβατο ο Jordi γίνεται κακός λύκος.
Και η Μαριάνθη μόνο τα δύο από τα τρία γουρουνάκια, γιατί το τρίτο βλέπετε είναι έξυπνο και τον στέλνει από εκεί που ‘ρθε τον λυκ-άνθρωπο.
Αφήστε τα σάπια. Δεν σας φταίει αυτό, είναι «αλβανός» το παιδί και αυτό σας τσουρουφλάει. Όλα τα άλλα είναι δικαιολογίες, ντροπή στην οικογένεια και το σόι, μη κολλήσε καμιά ρετσινιά το αιματάκι σας, έτσι δεν είναι;; Ακόμα και αν το παιδί γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ, εσείς εκεί, καμία μετατόπιση σκέψης.
Ναι Μαριάνθη, είναι ζόρικο να είσαι διχοτομημένη όπως και να το κάνουμε.
Αγάπη είναι αυτή, όχι αμπελοφάσουλα.
Τιμάς μια ζωή τους γονείς, στέκεσαι δίπλα στις ανησυχίες και στους φόβους τους, νιώθεις ότι αν παρεκκλίνεις από τις επιθυμίες τους θα πέσουν σε μαύρη κατάθλιψη και στο τέλος ξεχνάς.
Ξεχνάς ότι είσαι η συνέχεια τους στη ζωή. Όχι όμως της δικής τους.
Είσαι μια συνέχεια μέσα στο σύμπαν που κλώθεται με εκατομμύρια άλλες και ψάχνεις και εσύ την άκρη σου.
Η Μαριάνθη χάθηκε για λίγο στο λαβύρινθο της παιδικής της ηλικίας, ώσπου βρέθηκε σε αυτόν του Πάνα.
Και αυτός της αποκάλυψε ότι είναι η πριγκίπισσα του βασιλείου της.
Της ψιθύρισε ότι δεν ξεπληρώνεται η αγάπη με το μίσος.
Της φώναξε ότι δεν μετριέται η αγάπη με άλλες αγάπες, ούτε ζυγίζεται με δάκρυα που ξεπλένουν ενοχές άλλων.
Της έπιασε το χέρι και της έδειξε τη φωτογραφία που ήτανε τόση δα μικρή, τότε που οι γονείς της λέγανε ότι δεν θα την αφήσουν μόνη ποτέ. Ότι παντοτινή θα είναι η αγάπη τους ότι και να γενεί.
Δεν θα τους προδώσει ποτέ, αλλά πάνω απ’ όλα δεν θα προδώσει τον εαυτό της.
Τους μίλησε, μαλώσανε, σηκώθηκε και έφυγε.
Πέρασαν δύο μέρες, τρεις, μια βδομάδα, δύο. Στον ένα μήνα, ο πατέρας της πήρε τηλέφωνο. Λιγομίλητος όπως πάντα.
«Συγγνώμη, γύρισε πίσω, δε μας νοιάζει, δική σου ζωή είναι. Εμείς θα σ’αγαπάμε ό,τι και κάνεις. Πες και το παλικάρι να’ ρθει, τσίπουρο πίνει; »
Γέλασε η Μαριάνθη, είχε καιρό να γελάσει με τους γονείς της.
Να συναντηθούν εκεί που κάνει λακάκι το μάγουλο.
Η Μαριάνθη και ο καλός της ήπιανε πολλά τσίπουρα εκείνο το βράδυ.
Η μητέρα της κάπου κάπου σκούπιζε λίγο το μάτι, έτσι καθώς πηγαινοέφερνε πιάτα και ταψιά και ο πατέρας της ομιλητικός όσο ποτέ, θαρρείς και είχε καταπιεί τόσα χρόνια τρίτομα λεξικά!
Κάποιος έχει γράψει νομίζω, «όταν αγαπάς ξέρεις να συγχωρείς και μόνο όταν ξέρεις να συγχωρείς είσαι άξιος να σ’ αγαπούν».
Ναι σ’ αυτό.
Στην υγειά των κακών λύκων!