Μια φοιτήτρια είκοσι χρονών ήμουν, μακριά απ’ την πόλη μου, που έκανα ζωάρα. Μέχρι εκείνο το βράδυ.
Ιούνιος, σαββατόβραδο, εξεταστική. Ε δεν ήθελα και πολύ, βρέθηκα με την παρέα σε ένα μαγαζί συνοικιακό, ούτε που το ήξερα, να πίνουμε.
Άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Αυτό μου άρεσε. Κάποια στιγμή, ούσα αφηρημένη, έπιασα τον εαυτό μου να έχει σκαλώσει πάνω σε δύο καταγάλανα μάτια. Υπήρχε ένταση. Μα πώς; Μήπως τον ξέρω; Μπα με τίποτα. Ντράπηκα και γύρισα από την άλλη. Κάτι με τράβηξε, δε γινόταν να μην κοιτάξω. Το ίδιο σκηνικό ξανά.
Δεν άργησε να με πλησιάσει. Πολύ ευγενικός, με μάτια να μαγνητίζουν και λέξεις σωστά τοποθετημένες για να με ρίξει. Όχι πως χρειαζόταν. Είχα ήδη πέσει. Είχα ερωτευτεί έναν άγνωστο. Πήρε τον αριθμό μου και έφυγε.
Εκείνο το βράδυ δε θυμάμαι να κοιμήθηκα.
Πέρασε μία βδομάδα και τίποτα. Στην αρχή έσκασα, με έτρωγε. Μετά τον έριξα στο καλάθι με τα απολεσθέντα. Ό,τι υποστήριζα τόσα χρόνια είχε επιβεβαιωθεί. Τι χαζή που ήμουν; Έτσι πίστευα τουλάχιστον.
Και όμως πήρε. Είπε μια δικαιολογία, αλλά δεν την άκουσα ποτέ. Το μόνο που είχε σημασία ήταν ότι το βράδυ θα βγαίναμε. Όλη μέρα έκανα σα χαζή. Είχα μεταμορφωθεί στα χαζογκομενάκια που κορόιδευα. Αλλά δε με ένοιαζε.
Λίγο πριν βγω απ’ το σπίτι, κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και νομίζω πως ήμουν πιο όμορφη από ποτέ. Και δε φημίζομαι για την αυτοπεποίθησή μου. Πήρα το ηλίθιο χαμόγελό μου και τον συνάντησα.
Στο πρώτο μαγαζί έμαθα πολλά πράγματα γι’ αυτόν και αυτός για μένα. Ήταν 30 χρονών. «Σωστός άντρας», σκέφτηκα. Καμία σχέση με τα αγοράκια της ηλικίας μου. Ήξερε πώς να φερθεί.
Στο δεύτερο μαγαζί κι ενώ ήμουν ήδη ημιμαγεμένη, προσγειώθηκα απότομα.
Είχε σχέση πολλά χρόνια, συγκατοικούσαν και μετά μπλα μπλα μπλα. Δεν άκουγα, είχε σταματήσει ο χρόνος. Δεν ήθελα να το πιστέψω.
Από εκείνη τη στιγμή και για ένα ολόκληρο καλοκαίρι δεν τον ξαναείδα. Από επιλογή. Τρεις μήνες με έπαιρνε κάθε μέρα τηλέφωνο. Στην αρχή το απέφευγα. Μετά δε γινόταν. Ήθελα να τον ακούω. Έπρεπε να τον ακούω.
Όταν επέστρεψα ήταν ο πρώτος που συνάντησα. Και κάπου εκεί σταμάτησε η ανεμελιά μου. Ξαφνικά μεγάλωσα πολύ απότομα. Είχα γίνει το τρίτο πρόσωπο εν γνώσει μου.
Όλο αυτό κράτησε δύο χρόνια. Δύο χρόνια μέσα σε τέσσερις τοίχους να ζω τον έρωτα που πάντα ήθελα. Δε γινόταν να πάμε πουθενά. Και αν πηγαίναμε, θα ήταν σε παρακμιακά, απομακρυσμένα μαγαζιά.
Δύο χρόνια πήγε όλη μου η ζωή πίσω. Φίλοι, σπουδές, οικογένεια. Ο μοναδικός υπαίτιος; Εγώ και μόνο εγώ.
Ήταν ο μόνος άνθρωπος που δεν μπορούσα να του πω όχι.
Δεν παραμυθιάστηκα ποτέ ότι θα χωρίσει. Δεν είχα ποτέ καμία απαίτηση. Ήμουν τρελά και τυφλά ερωτευμένη. Ήξερα πως τις ώρες που ήταν μαζί μου, ήταν ολοκληρωτικά δικός μου.
Δε σκεφτόμουν ότι υπάρχει μια άλλη γυναίκα που τον περιμένει σπίτι να κοιμηθούν αγκαλιά το βράδυ, ενώ εγώ δεν είχα ποτέ αυτό το δικαίωμα. Όση ανάγκη κι αν το είχα.
Η στιγμή που έκλεινε την πόρτα πίσω του, για να φύγει, ήταν μαρτύριο. Ακόμα και μετά από δύο χρόνια, δεν το είχα συνηθίσει. Μοναξιά και πόνος. Μετά δάκρυα και σιωπή. Ούτε ο χειρότερος εχθρός μου να νιώσει αυτό το συναίσθημα.
Κατά καιρούς, πολλοί θέλησαν να μου βάλουν μυαλό. Με κατέκριναν αυστηρά και άλλοτε με άσχημο τρόπο. Δεν άκουσα ποτέ κανέναν. Ήθελα να το ζήσω και ας ήταν από παντού λάθος.
Και έτσι μια μέρα, χωρίς να το έχω επεξεργαστεί, απλά του έδωσα για πρώτη και τελευταία φορά τελεσίδικο. Ήξερα ότι δε θα χαλούσε την ωραία σχεσούλα και το βόλεμα του για μια φοιτήτρια. Έτσι ξέκοψα. Μαχαίρι.
Το αποτέλεσμα; Έκλαιγα δύο μέρες ασταμάτητα. Δυο μέρες που κοιτούσα διαρκώς την πόρτα και το τηλέφωνο ήταν κλειστό στο συρτάρι. Δυο μέρες που τον περίμενα, να έρθει να μου πει ότι το τελειώνει όλο, οτι θα ζήσουμε μαζί. Από τότε έχω να κλάψω.
Με πάγωσε, με τσάκισε, με σκλήρυνε. Και θρόνιασε την δυστυχία στο σαλόνι μου.
Όχι, δε φταίει αυτός. Εγώ και μόνο.