Άντε πάλι πάνω από τα πλήκτρα να προσπαθείς να γράψεις για τον έρωτα.
Ο έρωτας είναι πολύπλευρος, πολυδιάστατος, πολύχρωμος. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ένας και μοναδικός. Όσες λέξεις και να χρησιμοποιήσει κανείς, δε θα καταφέρει να ορίσει την ακριβή του έννοια.
Εμφανίζεται απλά σε διαφορετικές καταστάσεις και φάσεις της ζωής μας γι’ αυτό μας μπερδεύει και του βάζουμε ταμπέλες.
Η ουσία του είναι μία. Η αίσθηση που γεννά μία κι ας τον χαρακτηρίζουμε με κάθε είδους επιθετικό προσδιορισμό όπως ανεκπλήρωτο, νέο, τελεσίδικο, μοναδικό, ανεπανάληπτο.
Στις γραμμές που θα ακολουθήσουν θα μιλήσω για τον έρωτα που έρχεται μετά από ένα κενό διάστημα. Θυμάσαι το «πού είσαι έρωτα μου;»;
Εκεί ο έρωτας ήταν λαχτάρα κι επιθυμία.
Κι έρχεται η στιγμή που αυτή η λαχτάρα κι η επιθυμία σου χτυπούν το κουδούνι ή καλύτερα μπαίνουν απ’ το παράθυρο και σε βρίσκουν να κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου.
Στρογγυλοκάθονται κι απλά σε περιμένουν να ξυπνήσεις.
Και ξυπνάς και τις βλέπεις. Έχουν ενωθεί και συστήνονται ως έρωτας. Τον κοιτάς καλά καλά, τον περιεργάζεσαι. Κάτι δε σ’ αρέσει. «Αποκλείεται» σκέφτεσαι.
«Σιγά μην είσαι εσύ ο έρωτας» χαμογελάς ειρωνικά.
Έλα που περνούν οι μέρες κι αυτός εκεί, ακούνητος, στη θέση του. Κάθε πρωί εκεί, το μεσημέρι εκεί, το βράδυ πάλι. Σα να αρχίζεις να τον συνηθίζεις. Του χαμογελάς πια τα πρωινά, τον αναζητάς τα μεσημέρια και τσάκωσες τον εαυτό σου να τον ψάχνει τα βράδια.
Προς το παρόν το μόνο που σκέφτεσαι είναι ότι σίγουρα όπου να ‘ναι θα βγάλει το ελάττωμα και είσαι συνεχώς σε εγρήγορση για να του πεις περήφανα και με το ύφος της δικαίωσης «Είδες; Το ήξερα εγώ ότι δεν μπορεί να είσαι τόσο φυσιολογικός».
Περνούν κι άλλες μέρες και συνειδητοποιείς ότι είναι ακόμη εκεί και μοιάζει σα να μη θέλει να φύγει.
Θυμάσαι και κάποιο φίλο που σου είχε πει ότι ο φιλοξενούμενος και το ψάρι βρωμάνε την τρίτη μέρα.
Κοίτα που, όμως, αυτός ο κύριος Έρωτας αντί να βρωμήσει τόσες μέρες άρχισε και να μοσχομυρίζει. Και πόσο σου αρέσει πια αυτή η μυρωδιά, δε λέγεται.
Σ’ όλο αυτό το διάστημα τον έχεις περάσει από τα μαρτύρια του Ταντάλου για να βεβαιωθείς και να επιβεβαιωθείς ότι σου λέει αλήθεια.
Καθ’ ότι το «δεν παίζει φιλαράκο να είσαι τόσο εντάξει» σου τρυπάει συνεχώς τ’ αυτιά.
Καμιά φορά του φέρεσαι και με αγένεια κι αυτός πάλι εκεί να σου χαμογελάει.
Σα να διαβάζει αυτά που έχεις μέσα σου. Αυτά που σε κρατάνε και δε σε αφήνουν ν’ ανοιχτείς.
Σαφώς κι εννοείται πως μόνο τον παπά της ενορίας δε ρώτησες για τον ποιόν του. Όχι επειδή ντρεπόσουν, απλά δεν τον πέτυχες κάπου εύκαιρο.
Οι μέρες πια κύλησαν πολύ. Έχει ήδη βγάλει τα ρούχα από τις βαλίτσες του και ψάχνει τον κατάλληλο χώρο της καρδιάς σου για να μείνει.
Τότε είναι που τον πιάνεις απ’ το γιακά και του λες: «Για να τα πάμε καλά, δε θα με παρεξηγείς. Μπορεί να σε θέλω πιο πολύ απ’ ότι εσύ εμένα, αλλά ακόμη έχω λίγο πάγο μέσα μου να λιώσω. Βλέπεις, κάποιοι άλλοι μου είχαν δείξει διαφορετικό πρόσωπο. Ο φόβος είναι που με κρατάει κουμπωμένη. Σε βλέπω ότι αντέχεις, όμως, κι αυτό μου δίνει κουράγιο. Πάμε, λοιπόν, κι όπου μας βγάλει».
Έτσι συμβαίνει τελικά. Ο έρωτας έρχεται και σε βρίσκει. Δεν τον καλείς, δεν το παρακαλάς. Ό, τι κάνει το κάνει μόνος του γιατί μόνο αυτός έχει τον τρόπο.
Μόνο φρόντισε, όταν σε βρει να του δώσεις λίγο χώρο και λίγο χρόνο. Να μη σε νικήσει ο φόβος.
Κι ας πέρασες πολλά κι ας τραγουδάς με πάθος πως δε θα ξαναγαπήσεις.
Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να σε ρωτήσεις κιόλας.
Όπως λέει κι εκείνο το τραγούδι της Χαρούλας:
«…κι ήρθε η φωτιά
ήρθε η αγάπη σε μένα
τότε θα δεις, τότε θα τη δεις δεν είναι ψέμα
όπου και να σαι η αγάπη θα σε βρει».