Η φωνή φανερώνει πολλά για εμάς και την προσωπικότητά μας. Είναι ανεξάρτητη πηγή, ένα προσωπικό μουσικό όργανο αλλά και το πιο ισχυρό μέσο επικοινωνίας που κατέχει η ανθρωπότητα. Πρόκειται για τον ήχο που παράγεται από το στόμα και το λάρυγγα, για έναν ειδικό μηχανισμό που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό. Σε εμάς τους ανθρώπους, παράγεται με τη λειτουργία του φωνητικού συστήματος. Όταν αναπνέουμε, οι δύο φωνητικές χορδές βρίσκονται μακριά η μία από την άλλη, ενώ όταν μιλάμε ανοιγοκλείνουν. Οι πνεύμονές μας σπρώχνουν αέρα στις κλειστές φωνητικές χορδές και τις αναγκάζουν να ανοίξουν. Όλες αυτές οι αλλαγές προσαρμόζονται ανάλογα το ύψος και την ένταση που θέλουμε.
Όταν μιλάμε, λαμβάνουμε ουσιαστικά τον ήχο που μεταφέρεται στα αυτιά μας εξωτερικά μέσω της αγωγιμότητας του αέρα, αλλά και εσωτερικά μέσω των οστών μας. Αυτός ο ήχος έχει πολύ χαμηλές συχνότητες. Εάν ακούσουμε όμως τη φωνή μας ηχογραφημένη, χάνουμε τις συχνότητες που μεταφέρονται μέσω των οστών! Οπότε ακούμε τα πάντα υψηλότερα και διαφορετικά. Μήπως για αυτό σε κανέναν μας δεν αρέσει ο ήχος της φωνής του; Αν το δούμε λίγο πιο αναλυτικά, τα ηχητικά κύματα τα οποία έρχονται σε επαφή με το αυτί μας μέσω του αέρα δημιουργούν δονήσεις στον εγκέφαλό μας και οι οποίες μεταφράζονται σε ήχο. Αν όμως εμείς οι ίδιοι παράγουμε τον ήχο, τότε ο εγκέφαλος μας λαμβάνει δονήσεις από δύο πηγές, τον αέρα αλλά και τις φωνητικές χορδές που δονούνται. Για αυτό λοιπόν, όταν ακούμε τη φωνή μας ηχογραφημένη, ακούμε δονήσεις μόνο από μία πηγή και αυτό αλλάζει εξ ολοκλήρου το τελικό αποτέλεσμα.
Μιλάμε λοιπόν στους άλλους με τρόπο που εμείς θέλουμε, προκειμένου να βγάλουμε τον τόνο της φωνής που εμείς επιθυμούμε. Δημιουργούμε τη δική μας εικόνα για τη φωνή μας με βάση το τι θέλουμε να ακούσουμε κι εμείς οι ίδιοι. Συχνά σε συνεντεύξεις αλλά και ομιλίες σοβαρού τύπου κρατάμε στη φωνή μας ένα πιο σκληρό τόνο για να ακουστούμε, ενώ στην καθημερινότητά μας ίσως ένα πιο χαλαρό χωρίς να θέλουμε να τονίσουμε πολλά σημεία. Προσπαθούμε ουσιαστικά να διαμορφώσουμε την εικόνα της φωνής μας, μα το τελικό αποτέλεσμα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Είναι ένας ήχος που ακούγεται μόνο στο δικό μας κεφάλι.
Επιστήμονες λένε ότι η ηχογραφημένη φωνή δεν ακούγεται όπως την περιμένουμε, όχι μόνο λόγω της διαφορετικής συχνότητας, αλλά και γιατί αποκαλύπτει πτυχές της προσωπικότητάς μας ή και συναισθήματα τα οποία μπορούμε να αντιληφθούμε μόνο όταν ακούσουμε κάποια ηχογράφηση. Αυτές μπορεί να είναι και η θλίψη, η απογοήτευση ή η ανησυχία.
Ίσως είναι στιγμιαία απογοητευτικό το να ανακαλύπτουμε ότι η πραγματική μας φωνή δεν είναι όπως πιστεύουμε. Υπάρχει μάλιστα κλάδος σχετικός με την ψυχολογία της αληθινής φωνής, που δηλώνει ότι πρόκειται για εκείνη που σπάνια χρησιμοποιούμε ενώ συχνότερα βγάζουμε προς τα έξω έναν τεχνητό ήχο, πίσω από τον οποίο κρύβουμε πολλούς φόβους. Για παράδειγμα ένας άνθρωπος που μιλάει πολύ δυνατά ίσως να νιώθει πιο πληγωμένος, ενώ ένας άλλος που μιλάει πολύ σιγά ίσως δεν έχει θέσει όρια στη ζωή του. Θα πρέπει λοιπόν, να αποδεχτούμε τις δικές μας σκέψεις και συναισθήματα για να απελευθερώσουμε τη φωνή μας και κατ’ επέκταση κι εμάς τους ίδιους. Ακόμη κι αν αυτό είναι μια δύσκολη διαδικασία.
Ο καθηγητής Douglas Hartley, χειρουργός ωτορινολαρυγγολόγος, εξηγεί: «Όταν μιλάμε πρόκειται για μια μοναδική διαδικασία, ένα συνδυασμό ήχου των φωνητικών χορδών και του λάρυγγα, μέσω της αγωγιμότητας του αέρα. Εντούτοις η φωνή μας είναι μοναδική και κανείς δεν την ακούει όπως την ακούμε εμείς. Αυτό που ακούμε μέσω της ηχογράφησης είναι αυτό που ακούνε όλοι, όποτε ξαφνικά δεν είμαστε πλέον εμείς και αυτό είναι που δε μας αρέσει». Ας θυμόμαστε λοιπόν ότι όσο κι αν μας εκπλήσσει η φωνή μας, δε μας εκπλήσσει σχεδόν ποτέ η φωνή κάποιου άλλου, άρα και οι πιθανότητες ένας ακροατής μας να βρίσκει τη δική μας φωνή περίεργη, είναι μικρές. Εμείς και μόνο εμείς χρειάζεται να συνηθίσουμε να ακούμε τον εαυτό μας και να αγαπάμε το αποτέλεσμα, για όλους όσους είναι γύρω μας έτσι κι αλλιώς δεν αλλάζει τίποτα.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη