Ήταν χάλια. Δεν είχε διάθεση για τίποτε, ένοιωθε απογοητευμένος απ’ όλα και μια παραίτηση τον ακινητοποιούσε. Βρώμικος και το σπίτι του σαν εγκαταλελειμμένο.
Ένας κόμπος στο λαιμό λίγο πριν το λυγμό του δυσκόλευε την αναπνοή χωρίς να μπορεί να εκφραστεί.
Ένιωθε πως είχε αποτύχει σε ότι είχε κάνει μέχρι τώρα στη ζωή και η αυτοκτονία του ήταν μια κανονική σκέψη, αυτός που ποτέ δεν μπορούσε να καταλάβει τους αυτόχειρες.
Μέχρι λίγο πριν ήταν ένα άνθρωπος πολύ ζωντανός, επιθετικός με τη ζωή του και οι περισσότεροι θαύμαζαν το πώς είχε αντέξει τόσο δύσκολα πράγματα που του έτυχαν.
Δοτικός και φροντιστικός με τους γύρω του, φίλος καλός, συντρέχτης. Είχε τις αδυναμίες του, τις εξαρτήσεις του τα κολλήματά του, όλα αυτά που τον έκαναν ανθρώπινο.
Δεν μπορούσε να το διαχειριστεί μόνος του και πήγε στον κολλητό του να μιλήσουν λίγο.
Στην μακρόχρονη φιλία τους η επικοινωνία τους είχε γίνει πολύ βαθιά. Είχαν περάσει μαζί πολύ δύσκολες καταστάσεις και τον σκεφτόταν σαν σανίδα σωτηρίας τώρα. Ήθελε κάποιον να βγάλει αυτό που είχε μέσα του γιατί θα έσκαγε.
Ατύχησε.
Ο κολλητός του έπασχε από το σύνδρομο του εισαγγελέα.
Μόλις άρχισε να του μιλάει σήκωσε το δάχτυλο και άνοιξε τον κατάλογο με τα ελαττώματα που είχε καταγράψει.
Τον επέκρινε πως αν είχε κάνει εκείνο, αν δεν είχε κάνει το άλλο, τώρα δεν θα ήταν σ’ αυτήν την κατάσταση.
Η διάθεση γι’ αυτοκτονία έγινε βεβαιότητα. Τον ακύρωσε σε όλα τα επίπεδα. Έφταιγε ο ίδιος για όλα, για ό,τι είχε συμβεί στη ζωή του.
Δεν τον αναζήτησε σα δικαστή, πόσο μάλλον σαν εισαγγελέα να του απαγγείλει κατηγορίες. Είχε ήδη τις δικές του όταν κατηγορούσε τον εαυτό του. Αυτή η αυτοτιμωρία τον είχε φέρει σε αδιέξοδο. Ήταν από αυτές τις φάσεις της ζωής του που όλα τα έβλεπε και ο ίδιος λάθος. Αυτές τις στιγμές που δεν λειτουργεί ή λογική αλλά το συναίσθημα.
Το συναίσθημα όταν βγει στην επιφάνεια και ειδικά το αρνητικό, χρειάζεται τόνωση, αγάπη, προστασία και φροντίδα. Η λογική θέλει ψυχραιμία και μαθηματικούς σχεδόν υπολογισμούς.
Μέσα σ’ αυτήν τη συναισθηματική αγκαλιά του φίλου του ήθελε να βρεθεί για μια καλή κουβέντα.
Για λίγη τόνωση πήγε και όταν θα ήταν πιο δυνατός μπορούσαν να συζητήσουν ό,τι ήθελε.
Όχι τώρα μέσα στην κρίση.
Ανένδοτος ο άλλος. Μόνο τη δική του οπτική έβλεπε, όχι του φίλου του. Μόνο αυτό που θεωρούσε με την ψυχρή λογική του σωστό μπορούσε να του προσφέρει, λες και αυτό του ζήτησε, λες και δεν τα ήξερε τα επιχειρήματα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί πως βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση επειδή δεν μπορεί τώρα να τα κάνει πράξη.
Καλός άνθρωπος ο φίλος του αλλά είχε αυτό το κουσούρι: κρατούσε «κατάλογο» από τα λάθη των άλλων και καιροφυλακτούσε πότε θ’ αρχίσει να τον διαβάζει μπροστά σου. Περίμενε το πρόβλημα για ν’ απαγγείλει τις κατηγορίες του σαν δημόσιος κατήγορος. Δεν το έκανε όταν ο φίλος του ήταν δυνατός και μπορούσε να σκεφτεί λογικά. Σαν να δυνάμωνε με την αδυναμία του άλλου.
– Μα σου προσφέρω σκληρή αγάπη που θα σου κάνει καλό και μάλιστα σε ρώτησα πριν σου μιλήσω.
– Να σωθώ ψάχνω τώρα, δεν ψάχνω να δικαστώ, δεν το καταλαβαίνεις;
Λες και μπορούσε μέσα σε τόση ψυχική σύγχυση να καταλάβει τι σημαίνει λογικό επιχείρημα. Λες και η συνάντηση έγινε για να δικαιωθεί ο εισαγγελέας.
Η απογοήτευσή του μετατράπηκε σε θυμό.
Πολύ θυμό που απείχε λίγο από το να γίνει ανεξέλεγκτος. Τον έστρεψε και αυτόν στον εαυτό του και ο πνιγμός δυνάμωσε τόσο που άρχισε το τρέμουλο. Ένιωθε σαν να πήγε στο φαρμακείο να ζητήσει παυσίπονο και τον έβαλαν στο χειρουργείο. Αυτά τα ψυχικά χειρουργεία που αφαιρούν βίαια εσωτερική δύναμη και αφήνουν σίγουρα κάποιο κουσούρι.
Άρχισε να καταρρέει, να μην μπορεί να περπατήσει, να μην καταλαβαίνει καν πού βρίσκεται.
Το ψυχολογικό σοκ δεν διαφέρει σε τίποτε από έναν σωματικό τραυματισμό. Ίσως είναι και πιο δύσκολο γιατί το σωματικό τραύμα μπορείς να το αντιληφθείς με τις αισθήσεις και να ζητήσεις βοήθεια.
Ούτε που κατάλαβε πώς έφτασε σπίτι του. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και του έστειλε ένα μήνυμα:
– Δεν έψαχνα ούτε σκληρή ούτε μαλακή αγάπη. Σκέτη αγάπη μαλάκα.
Βυθίστηκε σε λήθαργο για δυο μέρες γεμάτους εφιάλτες. Εκτός από αυτά που τον βασάνιζαν προστέθηκε και η τεράστια προσβολή στην προσωπικότητά του από αυτά που άκουσε από τον φίλο του.
Ξύπνησε και πολύ ήρεμα και ψύχραιμα φόρεσε ό,τι βρήκε μπροστά του. Βγήκε από το σπίτι και εξαφανίστηκε.
Πέρασαν δέκα χρόνια και κανείς δεν τον ξαναείδε ποτέ.
Διέγραψε όλους του φίλους και άρχισε μια νέα ζωή, επιλέγοντας πολύ προσεκτικά τους καινούριους.
Βρήκε ανθρώπους που στην κρίση του άλλου έδειχναν συμπόνια χωρίς να σημαίνει πως υπερασπίζονται το λάθος. Έκαναν κριτική μόνο όταν μπορούσε ο άλλος να την αντέξει.
Αυτός ο κατάλογος του εισαγγελέα με το κατηγορητήριο δεν πρόλαβε να πάει στην αίθουσα του δικαστηρίου της ζωής.
Της ζωής που πάνω από κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά έχει ήθος για να δικάζει αμερόληπτα.
Γιατί κανένας δικαστής δεν δικάζει κατηγορούμενο χωρίς ν’ ακούσει την απολογία του.
Και σίγουρα ποτέ όταν αυτός δεν έχει την ψυχραιμία και την ψυχική ηρεμία να υπερασπιστεί τον εαυτό του.