Ένα πράγμα που καθώς μεγαλώνουμε γίνεται όλο και πιο αισθητό, είναι το ότι δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να αναζητάει κανείς τρόπους διαφυγής από τον ίδιο του τον εαυτό. Το να ζει διαρκώς υπό την απειλή της ίδιας του της ύπαρξης από την οποία, με την όση λογική απέμεινε, διαπιστώνει πως δε θα μπορέσει να ξεφύγει όπου κι αν βρεθεί. Το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με τον πιο δυνατό του μηχανισμό και ταυτόχρονα μεγαλύτερό του αντίπαλο. Το μυαλό του. Μια μάχη που συνήθως είναι άνιση. Η επιστημονική κοινότητα βαφτίζει συχνά τέτοιου είδους παρορμήσεις ως «τάσεις φυγής» ή διεθνώς “urge to flee” ενώ ο λαός θα το αποκαλούσε απλώς «προσσελήνωση» αφού για πολλούς όλο αυτό θυμίζει κάτι πέραν της πραγματικότητας που φιλοξενεί η γη.
Τα άτομα με τάσεις φυγής αποτελούν ίσως μια μοντέρνα εκδοχή αυτού που θεωρούσε η κοινωνία κάποτε ασυμβίβαστο, ανένταχτο και ανυπότακτο, κοινώς το «μαύρο πρόβατο» μιας κατά τα άλλα «τέλειας» συνύπαρξης. Είναι αναγκαίο όμως να δεχτούμε πως δεν έχουμε όλοι ίδιες αντοχές. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δυσκολεύονται να αντιμετωπίζουν προβληματισμούς και θέματα που σε άλλους ίσως φαίνονται απλά. Για κάποιους τέτοια θέματα ίσως είναι ένα άσχημο κλίμα στο χώρο εργασίας, ενώ για άλλους θα μπορούσαν να είναι ακόμη και διαδικαστικά θέματα που αργούν να ολοκληρωθούν, όπως τράπεζες και λογαριασμοί. Δε διαθέτουν όλοι τα ψυχικά αποθέματα για να μπορέσουν να αντεπεξέρχονται σε παρόμοιες καταστάσεις αντίστοιχα. Στις πρώτες δυσκολίες ίσως νιώθουν μετέωροι και την ανάγκη να τρέξουν μακριά από τις προκλήσεις που τους βάζει η ζωή κι αυτό δεν είναι κακό, παρά μόνο για τους ίδιους. Μια τέτοια ψυχοσυναισθηματική ιδεολογία απορρέει από τα πολύ παλιά χρόνια, όταν ο άνθρωπος ένιωθε αδύναμος μπροστά σε πιο σωματώδη όντα και έχει τη ρίζα του στον αγώνα της επιβίωσης ο οποίος πολλές φορές μας φτάνει στα άκρα.
Οι τάσεις φυγής δεν αποτελούν μόνο μια ψυχική αδυναμία ως προς την επίλυση προβλημάτων, αλλά και μια στάση ζωής. Σε μια τέτοια κατηγορία ανήκουν άτομα που νιώθουν πιεσμένοι και περιορισμένοι παράλληλα, όταν βρίσκονται στο οικείο περιβάλλον τους. Νιώθουν πως βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια συνήθεια και μια ρουτίνα που τους μιζεριάζει ενώ ζουν σε επανάληψη την ίδια καθημερινότητα, βλέποντας τα ίδια άτομα και κάνοντας ίδιες κι απαράλλαχτες κινήσεις. Κι εκεί αναβοσβήνει στο μυαλό τους το ερώτημα “fight or flight?” δηλαδή να μείνουν να παλέψουν -γιατί ουσιαστικά τα έχουν με τους εαυτούς τους- ή να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους;
Επιπλέον μέσα από την προσεκτική ανάλυση των παραγόντων που μπορεί να οδηγούν αυτά τα άτομα σε τέτοιες σκέψεις είναι και η ευθυνοφοβία σε συνδυασμό με την ηττοπάθεια, την πιθανή αγοραφοβία και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις που οδηγούν σε μια πιο επιθετική στάση ζωής και πιο μελαγχολική φιλοσοφία. Επιπρόσθετα η υπερανάλυση, που καθόλου σπάνια δεν είναι σε τέτοιες περιπτώσεις, οδηγεί σε υπερφόρτωση του νου και σε υπερδραστηριότητα. Μια πάλη με τον χρόνο για να μπορέσουν να τα χωρέσουν όλα, να είναι συνεπείς, άψογοι στις υποχρεώσεις τους και όλα αυτά παραδίδοντας ένα άρτιο αποτέλεσμα. Κακά τα ψέματα αλλά όσο κατανοητή κι αν είναι μια τέτοια κατάσταση, άλλο τόσο βέβαιη είναι η κατάληξή της. Οι όποιοι προβληματισμοί μπορεί να καλείται να αντιμετωπίσει κάποιος, δεν εξαφανίζονται. Τουναντίον, καραδοκούν μέχρι να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία για πραγματοποίησή τους.
Το να εξαφανιστεί κανείς από το πεδίο μάχης και να πάει μακριά ίσως να θυμίζει μια μορφή αποτοξίνωσης, εντούτοις είναι απλώς μια προσωρινή λύση στο όποιο πρόβλημα. Κανένα μέρος στον κόσμο δεν πρόκειται να προσφέρει την παρηγοριά που αναζητάει ένα τέτοιο άτομο. Και αυτό γιατί όλα συνδέονται στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει τη ζωή και τον κόσμο γύρω του. Οι δυσκολίες, οι προβληματισμοί, οι χρονοβόρες διαδικασίες καθώς και οι επώδυνες καταστάσεις μπορούν να κάνουν τον κύκλο τους οπουδήποτε κι αν βρισκόμαστε.
Αν παρατηρήσει κανείς τη φύση θα διαπιστώσει πως η μοίρα του κάθε έμβιου οργανισμού είναι να παλεύει. Να προλάβει να επιβιώσει. Οπότε προσπαθούμε να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα από τη στιγμή που αυτά εμφανίζονται και κανένα νόημα δεν έχει το να φιλοσοφήσουμε το βαθμό δυσκολίας τους. Όσο χρονοτριβούμε τόσο αφήνουμε τις ταλαιπωρίες να διαιωνίζονται. Καταλήξαμε ήδη πως μερικοί θα χαρούν τη ρουτίνα ενώ άλλοι θα τη σιχαθούν. Δε χρειάζεται να πτοούμαστε. Είναι τρομακτικό το πόσο παρόμοιοι είμαστε ακόμη κι αν επιμένουμε να διαχωριζόμαστε χωρίς λόγο και αιτία. Όλοι κάποιες φορές φτάνουμε στα όριά μας ακόμη κι αν το διαχειριζόμαστε αλλιώς.
Κάποιοι θα αντιμετωπίζουν τη ζωή σαν μια τυχαία ρουλέτα εμπειριών ενώ άλλοι σαν ένα συνεχή αγώνας με άγνωστους κανόνες και συμπαίκτες. Ισορροπούμε τα πράγματα ξεφεύγοντας από τη ρουτίνα με όποιους τρόπους θεωρούμε εμείς καλύτερους. Αποδεχόμαστε αυτό που είμαστε και πορευόμαστε με γνώμονα τον εαυτό μας, τους στόχους μας κι αυτά τα οποία καταλήξαμε να αγαπάμε περισσότερο. Και είμαι σίγουρος πως δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει φτάσει να αγαπήσει. Το αν αγαπήθηκε είναι μια άλλη -πιο πονεμένη- ιστορία.
Κανείς ποτέ δε δήλωσε πως η ενήλικη ζωή είναι ευχάριστη. Κάποιοι όμως περνάνε από αυτό το στάδιο λιγότερο λαβωμένοι από άλλους, είτε λόγω καλύτερων συνθηκών είτε λόγω θετικότερης στάσης ζωής. Οφείλουμε όμως όχι απλά να αγκαλιάζουμε το δώρο της ζωής, αλλά να ακολουθούμε το φυσικό μοτίβο και τη γνωστή εξέλιξη των πραγμάτων, που δεν είναι άλλη από την επιβίωση. Από την πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- αυτό που παίζεται ουσιαστικά στα πλάνα της ζωής είναι η ίδια η επιβίωση, με λίγο σασπένς στο μέσο της αρχής και του τέλους, να μας κρατάει σε επιφυλακή και να μας κάνει να το απολαμβάνουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη