Η ζήλια είναι ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό, όπως είναι η χαρά, ο ενθουσιασμός, η απογοήτευση. Είναι κι αυτό ένα συναίσθημα απόλυτα φυσιολογικό που αρκετές φορές παρακινεί τον άνθρωπο να κάνει θετικές αλλαγές ώστε να βελτιωθεί κι αρκετές, ίσως τις περισσότερες τον ωθεί σε μαύρες, σκοτεινές σκέψεις που βασανίζουν το μυαλό του και ορίζουν τις σκέψεις του περιορίζοντάς τον και μην επιτρέποντας να είναι ελεύθερος. Τον κάνει με άλλα λόγια να ζει μέσα σε ένα πλαστό, αποκλειστικά δικό του μικρόκοσμο που ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.

Μέσα σ’ αυτόν λοιπόν κάνει παρέα με τα φαντάσματα της φαντασίας του που τον κρατούν μακριά από όσα στ’ αλήθεια αναζητά, αποζητά, ζητά. Σκέψεις σκοτεινές κατακλύζουν το μυαλό του και τον βυθίζουν σε μια μιζέρια που σιγά σιγά εξαπλώνεται και στους ανθρώπους γύρω του. «Δε μ’ αγαπάς, γιατί άργησες να επιστρέψεις σπίτι, γιατί δε μου μιλάς γλυκά;» Είναι μόνο η αρχή. Τότε που η ζήλια εκφράζεται μόνο λεκτικά, τότε που μοιάζει με ειλικρινές ενδιαφέρον.

Όμως τα πράγματα δε συνεχίζονται καλά, η ζήλια απλώνεται, αράζει στον καναπέ και εισχωρεί μέσα στη φωλιά του σπιτιού και της καρδιάς των ανθρώπων. Το γιατί άργησες δεν ακούγεται πια διότι η εμπιστοσύνη, αναίτια, παράλογα έχει χαθεί. Κι έτσι η αλήθεια αναζητάται στο ιστορικό του κινητού, του υπολογιστή ή μέσα στο αυτοκίνητό καταλύοντας τον προσωπικό χώρο του κάθε ανθρώπου, καταπατώντας το δικαίωμά του για ελάχιστη ιδιωτικότητα. Και το χειρότερο; Καταλήγοντας να κατηγορεί τον εαυτό του. «Με αγαπάει, κοίτα πόσο μ’ αγαπάει. Δεν αντέχει ούτε στην ιδέα να με χάσει.» λέει ο κουτός ο άνθρωπος σε φίλους αγνοώντας το πρόβλημα της σχέσης, αδυνατώντας να κατανοήσει πως η αγάπη δε βάζει κανέναν σε καλούπια ούτε γρατζουνάει την ψυχή ούτε πονάει την καρδιά. Η αγάπη μόνο αγαπά. Αυτό ξέρει να κάνει γι’ αυτό και είναι η πιο πίστη ερωμένη. Μένει ακόμα κι αν ή όταν όλα χαθούν.

Μα οι άνθρωποι μπερδεύουν αυτό το μένω με το υπομένω, μπερδεύουν την αγάπη με την παρουσία και χάνουν την ουσία. Δεν αγαπάνε πια, μονάχα μένουν και πονάνε. Εκείνη ακριβώς η σύγχυση παρακινεί τους ανθρώπους να μείνουν σε μια σχέση που τα βασικά της χαρακτηριστικά είναι η ζήλια, η έλλειψη εμπιστοσύνης κι η απουσία επικοινωνίας. Άνθρωποι μπερδεμένοι που δεν αντιλαμβάνονται τη φθορά που προκαλεί η παθολογική ζήλια, μένουν και προσπαθούν να την καταπολεμήσουν. Χωρίς επιτυχία. Άοπλοι πολεμούν με σύμμαχο κανέναν.

Η αγάπη γίνεται αντοχή, ανοχή, υπομονή και πόνος. Ο ένας πολεμάει κι ο άλλος δεν αμύνεται. Κάπως έτσι η μάχη είναι άνιση. Ένα πεδίο βολής η σχέση χωρίς νικητή και ηττημένο. Χαμένοι και οι δύο, δύο άνθρωποι με σταματημένη πυξίδα που έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους και πάνε όπου τους πάει ο άνεμος της ζήλιας, ή μάλλον το τσουνάμι.

Μέχρι κάποιος να μην αντέξει πια. Μέχρι κάποιος να ξυπνήσει από το λήθαργο. Συνήθως εκείνος που τον ζηλεύουν πνίγεται και παλεύει μέσα του να μείνει ή να φύγει. Και τότε ο σύντροφος, που μόνο σύντροφος δεν είναι, τον κατηγορεί για εγκατάλειψη. «Φεύγεις γιατί ποτέ σου δε μ’αγάπησες, δεν προσπαθείς γιατί δε μ’ αγαπάς» κι άλλες τέτοιες συναισθηματικές σφαίρες που τρυπάνε την καρδιά τον κάνουν να δίνει μια ευκαιρία ακόμη. Ακόμη μία.

Και κάποια στιγμή γίνεται καμία. Μα αυτό δεν είναι το τέλος της αγάπης. Είναι η αρχή μιας πιο ώριμης αγάπης. Διότι η αγάπη δε σημαίνει υπομονή και παρουσία. Σημαίνει και αποδοχή και απουσία ιδίως όταν η παρουσία προσφέρει απλόχερα πληγές και στους δύο ανθρώπους. Η κατανόηση πως κάνεις τον άνθρωπό σου δυστυχισμένο και η δύναμη που βάζεις για να τον αποδεσμεύσεις και να αποδεσμευτείς δηλώνουν ώριμη αγάπη. Και ο χωρισμός βάζει ένα τέλος σε μια αμοιβαία δυστυχία. Όταν λοιπόν αγαπάς αντέχεις και να αποχωρίζεσαι.

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου