Πόσοι εδώ αγαπάμε τα ταξίδια; Πολλά χεράκια βλέπω να σηκώνονται και πολύ το χαίρομαι. Αν τύχει ποτέ και βρεθείτε σε βόρεια κλίματα, βλέπε Φιλανδία, Νορβηγία και γύρω χώρες, μία από τις εμπειρίες που αξίζει να δοκιμάσει κανείς είναι η σάουνα, την οποία οι ντόπιοι συνδυάζουν με μια βουτιά σε παγωμένη λίμνη. Τώρα βέβαια θα μου πεις… γιατί να κάνουμε τον κόπο; Αφού στα αισθηματικά μας οι περισσότεροι έχουμε καταφέρει να ζήσουμε εναλλαγές μεταξύ ζεστού και κρύου, που τύφλα να ‘χουν και οι λίμνες και οι σάουνες!

Σκωτσέζικο ντους έχουμε μάθει να το λέμε και για κάποιο λόγο έχουμε πάει και το έχουμε κατατάξει στα κολπάκια εκείνα που και καλά ακόμη και τον πιο σκληρό καταφέρνουν να τον λυγίσουν και να τον φέρουν στα νερά μας. Κάθε φορά λοιπόν που βλέπουμε ένα πρόσωπο να μας έχει μια στο κρύο και μια στη ζέστη, κάτι μέσα μας έρχεται και μας ψιθυρίζει ότι «εντάξει, το έχουμε, θέλει να μας καψουρέψει». Ας αναρωτηθούμε, κάθε φορά που εμείς φερόμασταν έτσι σε κάποιον άλλο, στόχος μας ήταν πάντα να τον κάνουμε να κολλήσει ή μήπως κατά βάθος ήταν άλλο το κίνητρο; Αν είμαστε ειλικρινείς και βάλουμε κάτω όλες τις περιπτώσεις, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ελάχιστες ήταν οι φορές που λειτουργούσαμε βάσει σχεδίου για να μάς καψουρευτεί. Δυστυχώς λοιπόν, άκυρος ο συλλογισμός μας.

Αμφιβολίες ονομάζονται και είναι ώρα να πάψουμε να κάνουμε πως δεν υπάρχουν. Η γνωστή η μάχη που όλο και αναμοχλεύουμε μεταξύ «μυαλού και συναισθήματος» ή μάλλον -μιας και είναι λιγάκι βαρύ στο φλερτ να βάζουμε για ταμπέλα το συναίσθημα- μεταξύ εγκράτειας και παρορμητικότητας. Παρορμητικότητα είναι οι στιγμές της ζέστης. Παίρνει τα ηνία η επιφάνεια. Και επιφάνεια μπορεί να είναι χίλια δύο πράγματα. Θες τα μάτια; Που έρχονται και λένε ότι αυτό που βλέπουν απέναντί τους, τους αρέσει; Θες το ένστικτο; Που ψιθυρίζει στα αυτιά μας ότι το κλίμα είναι εύφορο για φλερτ και μας ωθεί αυτόματα σχεδόν εκεί; Ακόμη και η βαρεμάρα θα μπορούσε να είναι, που έρχεται και προσφέρει εναλλακτικές όμορφες και στιγμιαίες, για να ανεβάσει λιγάκι τους παλμούς.

 

 

Οι στιγμές του κρύου από την άλλη είναι οι στιγμές που τα ηνία παραδίδονται σχεδόν αμαχητί στη λογική, η οποία για να λέμε και του στραβού το δίκιο, όταν συνδυάζεται με θέματα καψούρας δεν είναι τίποτα πέρα από ενοχλητικά και άβολα και για τους δύο, πισωγυρίσματα. Πρόκειται για εκείνες τις μικρές κρίσεις αυτοκριτικής που μας πιάνουν και μας κάνουν να αναρωτιόμαστε αν το άτομο απέναντί μας θέλουμε όντως να το δούμε πιο σοβαρά, σε συνδυασμό με τη μικρή ενοχή που νιώθουμε όταν η απάντηση που μας επιστρέφει ο εαυτός μας είναι «όχι». Ίσως να είναι ακόμη ο ενστικτώδης -και καθόλου μικρός- πανικός που μας πιάνει τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε ότι στα μάτια απέναντί μας υπάρχει επιθυμία για το κάτι παραπάνω. Με απλά λόγια, οι στιγμές του κρύου είναι οι στιγμές της παραδοχής μιας καβάτζας.

Υπάρχουν βέβαια και φορές λιγάκι αλλιώτικες. Εκείνες που το δίλημμα που μας κρατάει πίσω δεν είναι τόσο ηθικό, όσο πρακτικό. Υποθέσεις μισοτελειωμένες που μας κρατάνε πίσω, συναισθήματα -για άλλους- που μας μπερδεύουν, συναισθήματα -για το ίδιο το άτομο- όχι ξεκαθαρισμένα μέσα μας, ανάγκη για λίγο περισσότερο χρόνο, ή ακόμη και πρακτικές διαφορές μεταξύ μας που μας κάνουν να το ξανασκεφτόμαστε. Πόσα και πόσα άρθρα δεν έχουν γραφτεί ας πούμε για σχέσεις με διαφορά ηλικίας ή για έρωτες στο χώρο της δουλειάς. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις αν δεν το πάρεις απόφαση να μπεις με χίλια, η συμπεριφορά που θα βγαίνει είναι αυτή του σκωτσέζικου ντους, καμία σχέση όμως με κολπάκια και «συνταγές επιτυχίας». Περί φόβου και διστακτικότητας πρόκειται.

Αυτός που λίγο δίνει και λίγο παίρνει πίσω, είναι αυτός που δεν είναι βέβαιος για την επιλογή του. Και ίσως να είναι αρκετά δύσκολο να το παραδεχτούμε, κυρίως γιατί κανείς δε θέλει να σκέφτεται πως δεν εμπνέει στον άνθρωπο που γουστάρει την απόλυτη βεβαιότητα, αν αφήσουμε όμως εγωισμούς στην άκρη θα δούμε πως τα πράγματα είναι πολύ ξεκάθαρα. Και στη -σπάνια- περίπτωση που μιλάμε όντως για τέχνασμα, τότε ας κάτσουμε λιγάκι να αναρωτηθούμε μήπως θα είχε μεγαλύτερη επιτυχία η αμεσότητα. Ας ξεκινήσουμε στις καψούρες μας να μιλάμε ανοιχτά και να μην κρυβόμαστε πίσω από τα αδύνατα δαχτυλάκια μας. Και πού ξέρεις, ίσως τα αποτελέσματα να μας ανταμείψουν. Και να μην το κάνουν όμως, τουλάχιστον δε θα έχουμε μείνει με την απορία.

 

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη