Ποτέ δε θα στα πω όλα για μένα. Δε χρειάζεται να τα ξέρεις. Θέλω να ξέρεις όσα σ’ αφήνω εγώ να μάθεις. Και είναι αρκετά. Άσε με όμως να κρατήσω κάτι για μένα· κάτι ολόδικό μου που δε θ’ ακουμπήσει κανείς.
Δεν αγαπώ ιδιαίτερα τα λόγια. Όσο περισσότερο τα χρησιμοποιείς, τόσο περισσότερο φθείρεις την αξία των στιγμών. Όταν κάτι το κρατάς μέσα σου, μένει ακέραιο, ζωντανό, όπως τη στιγμή που το βίωσες.
Κι εγώ, πάνω απ’ όλα, θέλω να προστατεύσω τις νύχτες μας. Αυτές που μοιραστήκαμε και κανείς δε θέλω να αγγίξει. Εκείνες τις ώρες που πέφτει το σκοτάδι και σ’ έχω δικό μου χωρίς παρεμβάσεις. Τις ώρες της ησυχίας μας.
Τις ξέρεις κι εσύ αυτές τις νύχτες. Τις έχεις ζήσει. Ήσουν εκεί. Δεν υπάρχουν πουθενά γραμμένες. Σε κανένα χαρτί. Δε μετριούνται έτσι. Υπάρχουν μόνο φυλακισμένες στο μυαλό μας.
Σκάω ένα χαμόγελο και ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου. Πάλι άυπνη είμαι. Και δεν την άντεχα την αυπνία. Από τότε που έμπλεξα μαζί σου, δοκιμάζω τις αντοχές μου. Όχι, τις μέρες. Τις νύχτες.
Αλλά δε θα στο πω ποτέ. Γιατί φοβάμαι πως, αν στο πω, θα πάψουν να υπάρχουν. Κι εγώ έχω ανάγκη να υπάρχουν.
Τα βράδια που τα ρολόγια είναι ανύπαρκτα και οι ώρες τρέχουν νερό.
Τα βράδια που μας βρίσκει μαζί το ξημέρωμα.
Είμαι όμως εγωίστρια. Δε θέλω ποτέ να δεις την επιρροή που ασκείς πάνω μου. Να μη μάθεις πόσο αδύναμη είμαι μπροστά σου. Θέλω να βλέπεις όσα σου επιτρέπω μόνο. Όσα με κάνουν να διατηρώ ένα μυστήριο στα μάτια σου.
Κι όμως, εκείνα τα βράδια πετάω τη μάσκα μου και βλέπεις ποια είμαι πραγματικά.
Μόνο εσένα αφήνω να με δεις. Φοβάμαι να στο πω. Εύχομαι, μόνο, να το καταλάβεις.
Να το καταλάβεις απ’ το τρόπο που σ’ αγκαλιάζω όταν έρχεσαι. Από τα ηλίθια σαρδάμ που κάνω προσπαθώντας να κρατήσω τη ψυχραιμία μου. Απ’ το πώς χάνω την αυτοκυριαρχία μου κι αφήνομαι σε φιλιά και χάδια.
Απ’ τις συζητήσεις μας. Αυτές που συμπληρώνεις τις προτάσεις μου πριν τις ολοκληρώσω. Κι απ’ τις άλλες που μαλώνουμε σαν κακομαθημένα γιατί κανείς δε παραδέχεται την ήττα του. Απ’ αυτές που με αποστομώνεις και τολμάς να μου πας κόντρα.
Κι όσο με τσαντίζεις, τόσο σε γουστάρω.
Και περνάνε τα λεπτά, οι ώρες, οι νύχτες χωρίς να το καταλάβω. Κι εκεί τρελαίνομαι περισσότερο. Γιατί πρέπει να παραδεχτώ πως κοντά σου χάνω τον έλεγχο. Κι ορκίζομαι πως δε θα ξαναγίνει.
Μέχρι να ‘ρθει το επόμενο βράδυ να μου αποδείξει πως δε κάνω πια εγώ κουμάντο. Πως για πρώτη φορά έγειρα πάνω σε κάποιον και πως δεν είναι και τόσο κακό ν’ αφήνεσαι τελικά.
Αλλά, δε θα στο πω ποτέ. Ελπίζω να το καταλάβεις.
Αυτές τις ώρες που μας τυλίγει το σκοτάδι μέχρι το πρώτο φως της μέρας, δε χρειάζεται να παίζω ρόλους. Μπορώ να είμαι ο εαυτός μου χωρίς στολίδια, χωρίς παιχνίδια.
Να γελάμε, να συζητάμε, να ξεδιπλώνουμε άγνωστες πτυχές μας που δεν αφήνουμε κανέναν άλλο να δει.
Να μαθαίνω τα μυστικά σου κι εσύ τα δικά μου. Γυμνοί κι απόμακροι απ’ τις ταμπέλες που φοράμε στο φως της μέρας.
Γι’ αυτές τις στιγμές είμαι μαζί σου. Εκεί με κέρδισες. Σε αυτές σε γνώρισα και σ’ άφησα να με γνωρίσεις.
Στις νύχτες που μας βρήκε μαζί το ξημέρωμα.
Και σου βγάζω το καπέλο που μπόρεσες να με δεις και να μείνεις. Να αντέξεις.
Εσύ κοίτα μόνο να μ’ αγαπάς τη μέρα. Τη νύχτα άσε την πάνω μου.