Τους ξέρουμε, τους βλέπουμε παντού. Είναι τα ζευγάρια αυτά που έχουν τη φήμη των αιωνόβιων σε γειτονιές, συγγενικούς κύκλους, φίλους, ακόμη και φίλους φίλων. «Νια ήμουν και γέρασα» που έλεγε κι η γιαγιά μου και τους θυμάμαι ακόμη πιτσιρίκια όπως κι εγώ, πάνω στο ίδιο μπλε σκουτεράκι, με το ίδιο ύφος, διανύοντας τις ίδιες διαδρομές σε καθημερινή βάση για χρόνια.
Απ’ τη μία, τέτοια ζευγάρια είναι αξιοζήλευτα, ειδικά όταν στις μέρες μας οι μακροχρόνιες σχέσεις είναι δυσεύρετες. Απ’ την άλλη, όταν τυχαίνει να έχουμε στο περιβάλλον μας ζευγάρια που μετρούν έως και δέκα χρόνια σχέσης χωρίς να είναι παραπάνω από 25 χρονών οι ίδιοι, τότε πολλές φορές, βλέπουμε και την άλλη όψη του νομίσματος.
Μιλάμε λοιπόν για άτομα κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, που η καθημερινότητα τους έχει κύριο και βασικό μέλημα τον άνθρωπο που είναι δίπλα τους. Δε λέω, είναι πολύ όμορφο να μας είναι κάποιος απαραίτητος, αλλά το να κλεινόμαστε και να απομονωνόμαστε μόνο με ένα άτομο μας πάει πίσω. Τα ζευγάρια αυτά, απομακρύνονται από φίλους, παρέες, πολλές φορές και συγγενείς και συνήθως τους αναφέρουμε δυο-δυο, σαν τους Χιώτες. «Δε θα μπορέσουν να ’ρθουν τα παιδιά» λένε συνήθως οι ξεχασμένοι τους φίλοι, και πώς να μπορέσουν αφού τα παιδιά είναι πάντα απασχολημένα μεταξύ τους.
Για αρχή, προφανώς, συγκατοικούν. Δε περιμέναμε κάτι λιγότερο απ’ τα «σιαμαία», παρά να στεγάζουν σε κοινό σπίτι την αγάπη τους κι ας είναι μόλις 19. Μετά από ένα χρόνο, έχοντας βάλει τουλάχιστον από δέκα κιλά ο καθένας αφού «δέσανε το γάιδαρο» τους, και το φως της ημέρας, και κυρίως της νύχτας, τους βλέπει σπάνια, δύσκολα τους αναγνωρίζουμε και κάνουμε τάμα στον Άγιο Φανούριο να τους ξαναβρούμε για ένα ποτό Σάββατο βράδυ.
Εκείνοι όμως τα Σαββατόβραδα όπως κι όλα τα άλλα βράδια, έχουν καλύτερα σχέδια. Τηλεόραση, άντε ταινία, πίτσες, μπίρες, καλή παρέα, οι δυο τους δηλαδή, και ξενύχτι μέχρι τις έντεκα για να μην κάνουνε και μεγάλη κραιπάλη. Όταν μάλιστα μας κάνουν την τιμή να δώσουν λίγο χρόνο στις παρέες τους, η κουβέντα περιστρέφεται γύρω απ’ το έτερον ήμισυ. Εκείνη θα μιλάει για το τι φαγητό του αρέσει, πόσο δυσκολεύτηκε να μάθει να του το μαγειρεύει, πώς του γκρινιάζει καμιά φορά που βάζει ασπρόρουχα και μαύρα μαζί στο πλυντήριο κι ότι την Κυριακή θα φάνε με τους δικούς του. Εκείνος την αποκαλεί «γυναικάκι του», τονίζοντας πως είναι δούλα και κυρά και πως τα κεφτεδάκια λίγο ακόμη θέλει για να τα κάνει ίδια με της μάνας του.
Τόση ώρα περιγράφω και σχεδόν ξεχάστηκα πως μιλάμε για νεαρά παιδιά. Η περιγραφή τέτοιων ζευγαριών απευθύνεται κυρίως σε άτομα άνω των 40 χρονών, παντρεμένα, σε γονείς ίσως, όπου η φυσική φθορά του χρόνου επιτρέπει κάποια νωθρότητα, ένα βάλτωμα, ένα υπερβολικό ρουτίνιασμα. Όταν υπάρχουν αυτές οι συμπεριφορές από νέους ανθρώπους, τότε κάτι δεν πάει καλά.
Όταν στα 22 το Μαράκι σου λέει «Αχ έχω καθυστέρηση, λες να είμαι έγκυος; ναι, δε θα με πείραζε να γίνω μάνα», να με συγχωρείς αλλά παίρνουν φωτιά τα μηνίγγια μου. Αντιδράει το μέσα μου που άτομα που διανύουν την πιο όμορφη και παραγωγική δεκαετία τους, που θα’ πρεπε να’ ναι ξέγνοιαστοι να ζούνε τη ζωή με την ανεμελιά και τη ζωηράδα που της πρέπει. Ναι ν’ αγαπάν, ναι να ερωτεύονται, όχι όμως να βγάζουν φλύκταινες στο άκουσμα μια νυχτερινής εξόδου, μιας βόλτας μακριά απ’ τη σχέση τους και να έχουν όλες τις ιδιότητες που τους καθιστούν 40άρηδες στα σώματα 20άρηδων.
Όταν αποποιούμαστε παντελώς τον προσωπικό μας εσωτερικό χώρο, τότε χάνουμε μέρες, χρόνια, στιγμές, την ίδια τη ζωή, και της πηγαίνουμε κόντρα. Όλα έχουν το χρόνο τους.
Στα 20 ερωτεύεσαι, γελάς, διασκεδάζεις, συλλέγεις στιγμές κι εμπειρίες. Τα σπίτια δε φεύγουν απ’ τη θέση τους, θα είναι πάντα εκεί όταν θέλουμε ν’ αράξουμε. Μη γίνεσαι αρρωστημένα «ένα» με το σύντροφο σου, γιατί κάπου στην πορεία θα κοιτάξεις όσα ξέχασες να ζήσεις και δε θα μπορείς να τα πάρεις πίσω.
Κι εμείς αγαπάμε ρε παιδιά, αλλά θυμόμαστε και να ζούμε.