Πολλές φορές οι άνθρωποι γνωρίζονται σε περίπλοκες περιόδους της ζωής τους. Σε περιόδους που ψάχνουν κάποια διέξοδο μέσα από την καθημερινή ρουτίνα. Σε στιγμές που έχουν την ανάγκη να ξεφύγουν από όλα αυτά που νιώθουν να τους πνίγουν σαν μια θηλιά στο λαιμό. Να τρέξουν μακριά από όλα τα προβλήματα που ταλανίζουν τη σκέψη τους.
Ψάχνοντας τη διέξοδο λοιπόν, η ζωή μπορεί να φέρει στο δρόμο τους έναν άνθρωπο που τη δεδομένη στιγμή να μοιάζει σαν από μηχανής θεός. Έναν άνθρωπο για να κρεμαστούν οι ανασφάλειες και οι φόβοι για το μέλλον που προέρχονται από επιλογές του παρελθόντος. Είναι αυτός ο ώμος που μπορεί το κεφάλι να γείρει άφοβα και να νιώσει πως πλέον είναι σταθερό, χωρίς φόβο να φύγει πίσω. Είναι το άτομο του οποίου μία και μόνο κουβέντα είναι ικανή να πάρει εκατό κιλά βάρος από τις πλάτες και να προσδώσει την -πραγματικά πολυπόθητη- ηρεμία. Τι γίνεται όμως με τα συναισθήματα;
Αυτός ο ουρανοκατέβατος άνθρωπος αποτελεί το ιδανικότερο αποκούμπι. Τι γίνεται όμως όταν το πρόσωπο που εμείς βλέπουμε καθαρά σαν στήριγμα, μέσα από όλη αυτήν τη διαδικασία, ξεκινά να τρέφει αισθήματα; Για αρχή, αφού όπως ξεκαθαρίσαμε μιλάμε για άνθρωπο με ενσυναίσθηση, αναγνωρίζει τις δυσκολίες και τα εμπόδια στη ζωή του άλλου ατόμου, αλλά αυτό δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην ανάπτυξη συναισθημάτων και στο δέσιμο που εξελίσσεται από πλευράς του. Καταλαβαίνει τα δυσεπίλυτα ζητήματα, δεν πιέζει και δείχνει κατανόηση περιμένοντας καρτερικά. Μέχρι πότε όμως μπορούν να αντέξουν ανεπίστρεπτα συναισθήματα και ποια είναι τα όρια αντοχής τους με αυτά τα δεδομένα;
Ως φυσικό επακόλουθο, επέρχονται τα ερωτήματα που σπέρνουν την ανασφάλεια και τονίζουν την ανεπάρκεια. Όλα αυτά είναι μονόπλευρα; Σε όλες τις σχέσεις, είτε φιλικές, είτε ερωτικές, οι άνθρωποι δίνουν και παίρνουν χωρίς να έχουν ζυγαριά να μετράνε και να αναμένουν αντίβαρο. Τι γίνεται όμως όταν το μπερδεμένο άτομο υστερεί στο να ανταποκριθεί με πράξεις που να δηλώνουν, έστω και αμυδρά, την αμοιβαιότητα; Μπορεί και αυτός από πλευράς του να έχει αναπτύξει κάποια αισθήματα αλλά οι συνθήκες να τον αποτρέπουν από το να τα εκδηλώσει.
Η ζωή, ακόμη κι αν δεν το καταλαβαίνουμε, σε κάθε σχέση μας πετάει ένα έγγραφο με «όρους και προϋποθέσεις» αλλά εμείς -όπως ακριβώς και με τις συσκευές μας- δεν το διαβάζουμε, βάζουμε απλώς υπογραφή. Αν του ρίχναμε μια ματιά θα βλέπαμε πως οι προϋποθέσεις είναι αυτές που διασφαλίζουν το να συνεχίσει μια σχέση. Είναι στιγμές που το μέσα μας δεν αντέχει άλλο αυτόν τον μαραθώνιο αγώνα. Δεν μπορεί να τρέξει άλλα τόσα χιλιόμετρα, στερεύει από υπομονή. Δεν είναι διατεθειμένο να προσπαθεί άλλο μόνο του. Έχει κι αυτό τις δικές του ανάγκες που δηλώνει έντονα πως είναι εξίσου σημαντικές. Χρειάζεται διεκδίκηση, διαβεβαίωση ότι μετράει στη ζωή του ανθρώπου που νοιάζεται, ότι δεν είναι απαραίτητο μόνο όταν ικανοποιούνται οι ανάγκες του συγχυσμένου ατόμου. Χρειάζεται την επιβεβαίωση ότι χωράει στη ζωή του και η ύπαρξή του μετράει.
Τι γίνεται όμως όταν τα μπερδέματα είναι τόσα πολλά που οι προτεραιότητες είναι άλλες; Υπάρχει η θέληση αλλά υπάρχει και ανικανότητα στις πράξεις. Τα διλήμματα για την κατάταξη των ζητημάτων με σειρά προτεραιότητας είναι πολλά. Μπορεί να γίνεται προσπάθεια συνδυασμού και συνύπαρξης των προτεραιοτήτων αλλά πάντα αναπόφευκτα κάπου κάτι θα χάνεται. Και είναι εδώ που χρειάζεται η ικανότητα να μπορεί κάποιος να αντιληφθεί έγκαιρα τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή του. Η ικανότητα αυτή είναι προσόν λίγων. Δε γίνεται να τα έχουμε όλα, δε μας χαρίζονται όλα χωρίς κόστος. Εάν αυτός ο άνθρωπος είναι σημαντικότερος από όλα τα άλλα, αν ανεβαίνει στο βάθρο της πρώτης θέσης με συνοπτικές διαδικασίες, τότε γίνονται τα αδύνατα δυνατά να κρατηθεί στη θέση που δικαιωματικά κέρδισε και ταυτόχρονα, να πάρει και μια θέση ακόμη πιο ουσιαστική. Αλλιώς στο πίσω μέρος του μυαλού πρέπει να υπάρχει και η πιθανότητα φυγής αυτού του ατόμου. Μια φυγή που μπορεί να πονέσει και να λυπήσει, αλλά που αυτός που μένει πίσω θα δεχτεί αν αναγνωρίσει πως έμεινε άπραγος ως προς την παρεμπόδισή της.
Δεν είναι ότι δεν πονάει αυτός που φεύγει. Όπως σε όλα τα συναισθήματα, έτσι και στον πόνο δεν υπάρχει ούτε μέτρο ούτε ζυγαριά να τον μετράει. Πονάει γιατί φεύγει από κάπου που δε θέλει να φύγει, κάτι σαν το παιδάκι που κρατιέται με τα δύο του χέρια από την κούνια της παιδικής χαράς όσο η μαμά του το τραβάει για να πάνε σπίτι. Με βασική διαφορά πως μόνος του κρατιέται και ταυτόχρονα μόνος του λέει στον εαυτό του πως ήρθε η ώρα της λήξης. Φεύγει γιατί δεν έχει επιλογή. Φεύγει γιατί αναγκάζεται να φύγει. Φεύγει για να σωθεί. Για να σώσει ό,τι σώζεται. Για να κρατήσει την αξιοπρέπειά του. Γιατί χρωστάει στον εαυτό του να είναι πιο πάνω από κάθε άλλον. Αυτοεκτίμηση και αυτοσεβασμό. Η φυγή είναι αποτέλεσμα -έστω και στιγμιαίας- απώλειας των παραπάνω. Η φυγή είναι αγώνας και ανάγκης επιβίωσης. Είναι η οφειλή που έχει ο καθένας μας στον εαυτό του να σταθεί στο κύρος του και να ανακτά το όποιο χαμένο σθένος. Να μην αφήνει ποτέ να γκρεμίζονται τα τείχη της αξιοπρέπειας, αλλά ακόμη και αν αυτό συμβεί, να τα ξαναχτίζει με όποιο κόστος. Γιατί ο πόνος της φυγής, είναι καμιά φορά η πιο μεγάλη απόδειξη της αγάπης για αξιοπρέπεια.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη