Κάποιες φορές φυσάει ένας αέρας στην πόλη που σαρώνει στο διάβα του κάθε σου σκέψη και φόβο. Mια έρευνα λέει πως ο ανθρώπινος νους δε σταματά να σκέφτεται ποτέ. Έτσι λοιπόν, είμαστε μονίμως δέσμιοι των σκέψεων μας. Των καλών μας, μα και των πιο σατανικών. Και οι σατανικές, κακές σκέψεις συνηθίζουν να μας επισκέπτονται τις νύχτες. Σε βρίσκουν εκεί, μόνο, ευάλωτο, συντροφιά με τις βουβές συνομιλίες μεταξύ καρδιάς και λογικής. Πώς καταφέρνουν και μας κερδίζουν πάντα τα χαμένα; Αυτή η γλυκιά υποταγή στο άκουσμα του συναισθήματος, πόσες καρδιές έχει καταστρέψει;
Αναρωτιέσαι πώς την πάτησες και πάλι, αφού είχες υποσχεθεί στον εαυτό σου πως θα σε προστατεύσεις, την επόμενη φορά που κάποιος θα διεκδικήσει την ψυχή σου. Είχες ορκιστεί, είχες πιεί με τους φίλους σου τόσα σφηνάκια με μεγαλεπήβολες προπόσεις στην επόμενη φορά που κάποιος θα έρθει να ζητήσει ένα κομμάτι σου. «Αποκλείεται να την πατήσω πάλι», φώναζες.
Μα να’σαι πάλι. Να ψάχνεις να βρεις ζύγι, να κρατάς σπασμένη πυξίδα στα χέρια χωρίς να έχεις την παραμικρή ιδέα πού πηγαίνεις. Να παλεύεις εσωτερικά με τον ίδιο σου τον εαυτό. Έχεις μια μόνιμη ζάλη σαν να ήπιες πολλά μπουκάλια κρασί, κι αντιδράς σε όλα όπως όταν βρίσκεσαι υπό την επήρεια του αλκοόλ. Αυθόρμητα! Ο έρωτας και η λογική θα είναι παντοτινά δύο άγνωστοι, δέξου το και προχώρα.
Σ’ έχει αρπάξει απο τον γιάκα ο έρως και δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Βάζεις δύναμη να τον διώξεις, μα αυτός ξεκαρδίζεται. Το κωλόπαιδο! Και να’σαι πάλι, πάνω απο ένα τηλέφωνο, έναν υπολογιστή να εντοπίζεις σαν τον Clouseau, την κάθε κίνηση του προσώπου, με ποιον είναι, πού πήγε, τι ώρα γύρισε. Συντροφιά μ’ αυτή τη γλυκιά παράνοια σε βρίσκει το ξημέρωμα και οι βραδινές σου περιπολίες πέφτουν μαζί σου για ύπνο.
Και το πρωί φέρνει πάλι ταραχή. Το μυαλό σου δεν αφοσιώνεται πουθενά αλλού κι όλη η ύπαρξη σου υφίσταται για την ώρα που θα σου προτείνει να συναντηθείτε. Κι εσύ να αναρωτιέσαι πότε κατάφερε να γίνει αυτός ο άνθρωπος της φυλακής σου ο τοίχος. Πότε έγινες αιχμάλωτος χωρίς να το πάρεις χαμπάρι; Κι έτσι κάπως οι μέρες περνούν, ο φόβος δίνει την θέση του στη χαρά, την προσμονή, τη ζήλεια, το γέλιο, την απογοήτευση (ακόμη κι αυτή είναι ένα μέρος της χαράς που προσφέρει ο έρωτας), την αμφιβολία, το πάθος και μετά φτού κι απ’την αρχή. Σωστή τραγωδία! Τόσο πονηρός είναι ο έρωτας, περιέχει τόσα συναισθήματα ταυτόχρονα, που σε εθίζει και μετά δεν κάνεις βήμα χωρίς τη ντόπα σου.
Βυθισμένος σ’ αυτή τη γλυκιά μαστούρα τα πάντα φαίνονται μικρά. Εκτός απ’ το ναρκωτικό σου. Κι εσύ εκεί, πρόθυμος να κάνεις οτιδήποτε για να γευτείς λίγο ακόμα, κι ας θολώνει το μυαλό σου, κι ας σε οδηγεί βήμα-βήμα στον γκρεμό. Αυτή η ισχυρή επιθυμία που γεννιέται μαζί με τον έρωτα για ζωή, είναι αυτή που μας κρατά σε εγρήγορση. Αυτή μας ανοίγει τους οριζοντές μας, μας οπλίζει με δύναμη και αντοχές. Γιατί ο έρωτας θέλει γερό στομάχι.
Είναι φοβερό το πόσες αντοχές αποκτούμε όταν μας έχουν ψεκάσει με την χρυσόσκονη του έρωτα. Πάντα είμαστε έτοιμοι για ακόμη ένα γύρο κι ας έχουμε πληγωθεί παλιά. Όσο κι αν το αρνείσαι, τελικά θα υποκύψεις.
Όσα κέντρα απεξάρτησης για τον έρωτα κι αν φτιαχτούν, κανένα δε θα ορθοποδήσει. Γιατί κανείς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς έρωτα. Για την ακρίβεια κανείς δε θέλει μια ζωή δίχως πάθος και συγκινήσεις. Όλοι θα το εγκαταλείψουν και θα μείνει έρημο. Κι έτσι του πρέπει. Κανένα μέρος όπου δε θα είχε εύφορο έδαφος ο έρωτας ν’ ανθίσει, δε θα ήταν ευτυχισμένο και ζωντανό μέρος. Μα για καλή μας τύχη, όσα κι αν γύρω μας αλλάζουν και μεταλλάσονται, αυτό παραμένει ατόφιο και ανέγγιχτο.
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα βρεθείς μόνος, να μαζεύεις τα λόγια σου απο τον δρόμο, με το ύφος του τρελού στο βλέμμα, χαμογέλα. Γιατί αυτό που βιώνεις είναι κάτι άπιαστο, μοναδικό, τρυφερό και σκληρό ταυτόχρονα, μα είναι ολοδικό σου και σε περιμένει να το ανακαλύψεις και να το γευτείς. Κάποιες φορές πρέπει να ρισκάρεις ακόμη κι αν ρημάξεις τη ζωή σου με την απόφασή σου αυτή. Το να δίνεις το τιμόνι σε κάποιον άλλο κρύβει ρίσκο.
Μα τι νόημα θα είχε η ζωή μας χωρίς ρίσκο;