Ξέρεις πως μια σοβαρή συζήτηση έχει πάρει την κατιούσα με το που αρχίσουν οι άκυρες ερωτήσεις, εκεί που καταλαβαίνεις πως έχεις πια χάσει το μέτρο μεταξύ σημαντικού κι ασήμαντου. Αρχίζεις να ασχολείσαι με ανούσιες λεπτομέρειες προσπαθώντας να καλύψεις την αμηχανία στο χώρο, να γεμίσεις το κενό μεταξύ των σκέψεών σου ή απλούστατα να αποφύγεις αυτά που διστάζεις πραγματικά να ρωτήσεις. Τρανό παράδειγμα, οι ερωτήσεις που εναποθέτει κανείς με το που μαθαίνει ότι τον έχουν απατήσει.

«Και δηλαδή, πώς ήταν;». Τι πώς ήταν; Μέτριο προς καλοψημένο, με λίγο τσιμπημένο το αλάτι. Τι στο καλό έχει σημασία το αν ήτανε καλό ή όχι. Ας το βαθμολογήσει κιόλας από το ένα μέχρι το δέκα, άμα είναι έτσι. Που και να ήτανε καλό δηλαδή, σιγά μη στο πει. «Χάλια ήταν, ούτε που το ένιωθα, εσένα σκεφτόμουν όλη την ώρα». Πάρε τώρα την απάντηση έτοιμη στο πιάτο, για να έχεις να σκέφτεσαι μέσα σε όλα, πώς απολάμβανε το γλυκό αλλού, ενώ σκεφτόταν τη δική σου τη γαλατόπιτα. Που σιγά μη τη σκεφτόταν. Άσε που μόλις το επεξεργαστείς και λίγο, παρακαλάς τελικά να μην τη σκεφτόταν, γιατί ξαφνικά μέσα σε όλα, αυτό το κάνει ακόμη χειρότερο.

 

Get Over It! | eBook


€2,50

-----

Αλλά το ντελίριο δεν μπορεί να σταματήσει εκεί, αφού ακάθεκτα συνεχίζεις με την επόμενη άκυρη ερώτηση. «Και πώς μοιάζει δηλαδή;». Θες ολοκληρωμένη την περιγραφή ή σου φτάνει και η περίληψη; Σε ποιο σύμπαν, το να μάθεις τέτοιου είδους πληροφορίες μπορεί να βοηθήσει έστω και στο ελάχιστο την κατάσταση; Κι ας είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι πως θα τις πάρεις κι από το πιο έμπιστο πρόσωπο της ημέρας. Όχι ότι έχει και καμιά απολύτως σημασία. Ό, τι απάντηση κι αν σου δοθεί την ίδια κατάληξη θα έχει. Συγκρίσεις χωρίς βάση και ανούσια συμπεράσματα της στιγμής, με μόνα στοιχεία την καθ’ όλα υποκειμενική και πλήρως παραποιημένη περιγραφή ενός προσώπου που τελικώς, δεν έχει και καμία απολύτως σύνδεση με το ουσιαστικό πρόβλημα το οποίο αυτή τη στιγμή διακυβεύεται. Ύστατες προσπάθειες να απαντήσεις τη μοναδική ερώτηση που εδώ και ώρα τρέχει στις σκέψεις σου κι έχει τη μόνη σημασία σε αυτό το θέατρο του παραλόγου˙ το γιατί. Και αφού ξέρεις πως δε πρόκειται να δοθεί ρωτώντας όλα αυτά, γιατί συνεχίζεις;

Ίσως μια λεπτή φωνή στο μυαλουδάκι σου, σε παρασύρει με φρούδες ελπίδες πως ακούγοντας φράσεις όπως το ότι το πρόσωπο αυτό δε συγκρίνεται με σένα, πως δεν έχει καμία απολύτως σχέση με σας κι αυτό που με κόπο χτίσατε κι άλλες τέτοιες κλισεδιές, ίσως τότε σου είναι πιο εύκολο να δεχθείς αυτό που κατακούτελα έχει χτυπήσει εσένα και τον εγωισμό σου, απειλεί φανερά πλέον την αυτοπεποίθησή σου και χτυπάει επίμονα τις κλειστές πόρτες κάθε ανασφάλειάς σου. Ε λοιπόν όχι μόνο δεν το κάνει πιο εύκολο, αλλά ανεβάζει και τον πήχη ίσα με δύο σκάλες παραπάνω, όπως συμβαίνει και κάθε φορά που μπαίνεις σε στημένους αγώνες άδικων συγκρίσεων. Κι όσον αφορά όλα αυτά που σ’ έχουν ήδη γεμίσει φόβους, μάλλον δεν έχουν σκοπό να φύγουν με τέτοιου είδους τεχνάσματα και ψευδαισθήσεις.

Ο μοναδικός ίσως τρόπος σε κάτι τέτοιες καταστάσεις είναι να ανοίξεις κάθε πόρτα και να αντικρίσεις με θάρρος την αλήθεια που σού βαράει εδώ και ώρα. Να ρωτήσεις τα δύσκολα, αυτά για τα οποία η απάντηση μπορεί και να μη σ’ αρέσει, μπορεί και να μην είναι τόσο ευχάριστα εύηχη όσο αυτή που το μυαλό σου έχει συνθέσει τόσο περίτεχνα. Κι αμα είναι να ελαφρύνεις και λίγο την ατμόσφαιρα κάνοντας καμιά άκυρη ερώτηση στο ενδιάμεσο, τουλάχιστον ας έχει και κάποιο είδος κοινωνικού προβληματισμού. Πάρε ας πούμε ύφος και ρώτα «Τουλάχιστον προφυλάξεις πήρατε;». Τουλάχιστον ό,τι απάντηση κι αν πάρεις τότε, κάπου θα σού φανεί χρήσιμη.

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου