Ένα κι ένα κάνουν δύο. Μακάρι όλα τα πράγματα στη ζωή μας να ήταν τόσο ξηγημένα, όσο είναι ο χρόνος. Κάθε φορά έχεις μία και μοναδική ευκαιρία για να τα κάνεις όλα σωστά ή όλα λάθος. Καμία στιγμή δε θα επαναληφθεί και καμία δε θα είναι ίδια με την προηγούμενη ή την επόμενη.
Κάθε φορά πρώτη και τελευταία φορά. Δεν αλλάζει ο χρόνος. Έρχεται και φεύγει αβίαστα κι αθόρυβα σαν τις ανάσες που βγαίνουν απ’ το σώμα σου. Δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες, μήνες, χρόνια. Το μόνο που ξέρεις γι’ αυτά είναι πως περνάνε. Το μόνο που μπορείς να κάνεις γι’ αυτά είναι να τα ζεις, να τους δίνεις αξία, να τα θυμάσαι.
Τον αγαπώ και τον σιχαίνομαι παράλληλα το χρόνο. Τον αγαπώ γιατί είναι ανεξάρτητος κι αόριστος. Είναι μαγικός. Ξέρεις πως υπάρχει αλλά δεν τον αγγίζεις, δεν ξέρεις πώς μοιάζει. Αποτυπώνεται πάνω σου παντού, χωρίς να σε ρωτήσει. Στρογγυλοκάθεται στις χαρακιές του προσώπου σου, στο λακκάκι σου που βαθαίνει και στην όψη σου που ωριμάζει. Δρα ύπουλα και πονηρά. Παίζει μαζί σου σαν παιδί. Τρέχει γρήγορα όταν παρακαλάς να μείνει λίγο ακόμα και σέρνεται βασανιστικά όταν τον σπρώχνεις να περάσει.
Τον σιχαίνομαι γιατί είναι αμείλικτος και ξεροκέφαλος. Δε σε ακούει και δε σε νιώθει. Σου χαρίζει ευκαιρίες, αλλά δεν σου χαρίζεται. Δεν ξέρει από συγγνώμες και παρακάλια ο χρόνος. Έχεις τις στιγμές σου να τις κάνεις ό,τι λαχταράς. Αν τις χαραμίσεις κακό του κεφαλιού σου. Εάν θα τον εκμεταλλευτείς ή εάν θα βουτηχτείς στην απραξία είναι δικό σου θέμα.
Πόσες φορές θα ‘θελα να τον γυρίσω πίσω. Ν’ αλλάξω πράγματα, να κάνω πράγματα, να πω πράγματα. Πόσες φορές θα ‘θελα να είχα εγώ το πάνω χέρι.
Αν γυρνούσα πίσω το χρόνο πόσα θα έκανα διαφορετικά, κι ας απαντώ πάντα με στόμφο πως τίποτα δε θα άλλαζα. Κρυμμένος εγωισμός σε μια χούφτα λέξεις. Πολλά θ’ άλλαζα. Θα χάριζα φιλιά τη στιγμή που το ένιωθα και θα ζητούσα τις αγκαλιές που είχα ανάγκη να κρυφτώ μέσα τους για λίγο. Θα ούρλιαζα τα σ’ αγαπώ μου χωρίς να με νοιάζει αν τα αυτιά των γύρω μου είναι κουφά. Θα έριχνα τα μούτρα και θα ζητούσα συγγνώμες για να μάθω πιο γρήγορα απ’ τα λάθη μου.
Θ’ άνοιγα το στόμα μου να ακουστεί η φωνή μου τις φορές που πνίγηκα σε μια κουταλιά σιωπής. Θα έραβα το στόμα μου, φορές που δοκίμασα την υπομονή των ανθρώπων για να τους τρίψω στα μούτρα την εξυπνάδα μου. Θα καθόμουν σε μια γωνιά και θα βουτούσα τη γλώσσα στο κεφάλι μου προτού προκαλέσω σε καβγά.
Αχ, πόσα θα έκανα διαφορετικά, χρόνε αλήτη.
Θα πέρναγα ώρες με όλους εκείνους που θεωρούσα δεδομένους κι ένα πρωί χάθηκαν ξαφνικά. Θα γελούσα δυνατά και θα έκλαιγα συχνότερα. Θα ονειρευόμουν απ’ την αρχή και θα είχα τα κότσια να κυνηγήσω ό,τι με έκανε αληθινά ευτυχισμένη. Θα φοβόμουν λιγότερο τα λάθη και θα κρατούσα αποστάσεις απ’ τα σωστά και καθωσπρέπει. Θα ερωτευόμουν με τρέλα και δε θα φοβόμουν τις πληγές μου.
Θ’ άνοιγα πόρτες σε εκείνους που τους τις έριξα στη μάπα από τρόμο και θα πετούσα απ’ τη ζωή μου όλους εκείνους τους προβληματικούς μια ώρα αρχύτερα. Θα σκεφτόμουν λιγότερο, θα έχτιζα σχέσεις και θα δούλευα για εκείνες νύχτα μέρα.
Θα πήγαινα πίσω σε στιγμές που στάθηκα αυστηρή και θα έδινα ευκαιρίες δεύτερες, τρίτες, τέταρτες. Θα μάθαινα να μην αδικώ ανθρώπους, να μην κρίνω εύκολα και να μπαίνω στα παπούτσια του άλλου. Δε θα το ‘παιζα τόσο δυνατή. Θα έδειχνα τα τρωτά μου σημεία και θ’ άφηνα να με νταντέψουν κι εμένα μια φορά.
Αν μπορούσα να πάω πίσω θα έκανα πράγματα που με ευχαριστούν. Θα ζούσα για μένα κι όχι για τον κόσμο, τα σόγια, τους γείτονες. Θα διάλεγα δουλειές με λιγότερα λεφτά και μεγαλύτερο κέφι. Θα έφτιαχνα αυτή την άτιμη σχέση μου με τα ρολόγια και θα έβγαζα το άγχος απ’ τη ζωή μου ολοκληρωτικά κι αμετάκλητα. Θα έπαιρνα μια ανάσα για να καθαρίσει το κεφάλι μου και δε θα προγραμμάτιζα τίποτα.
Έστω για μια στιγμή να μπορούσα να ταξιδέψω πίσω. Να βρεθώ με πρόσωπα αγαπημένα και να μυρίσω μυρωδιές ανεξίτηλες. Να φυλακίσω μνήμες και να ρουφήξω με δύναμη όσα προσπέρασα αδιάφορα. Το σπίτι που έζησα, τη γειτονιά που μεγάλωσα, τους φίλους του για πάντα που πέρασαν και δεν έμειναν, τα πρώτα φιλιά και τα άγουρα χάδια, τους ομηρικούς καβγάδες μιας παντοδύναμης έφηβης και εκείνη την ακατανίκητη άγνοια κινδύνου που μου ξέφυγε μέσα απ’ τα χέρια.
Αν γυρνούσα πίσω το χρόνο, θα τολμούσα όσα έμεινα να κοιτάω από μακριά.
Το μόνο απάλευτο στο σήμερα είναι η στεναχώρια αυτού που δεν τόλμησες χθες.