Κι ενώ στα πρώτα στάδια της γνωριμίας οι πρωινές συζητήσεις στο τηλέφωνο έπαιρναν φωτιά και τις βραδινές συναντήσεις τις έβλεπε το πρώτο φως της ημέρας, με την πάροδο του χρόνου αυτό ίσως άρχισε να φθίνει γιατί ο ένας από τους δυο ένιωσε πως κάτι πήγαινε λάθος, αλλά δεν ήξερε τι. Αν υποθέσουμε πως η άλλη μεριά δε σταμάτησε να δείχνει ποτέ το έντονο ενδιαφέρον -και ίσως καλά να έκανε γιατί αυτό είναι άλλωστε ο έρωτας- μπορούμε να συμπεράνουμε άραγε πως αυτός που «κουράστηκε» θεώρησε τα πράγματα και λίγο δεδομένα;
Ορισμένοι άνθρωποι, αν όχι οι περισσότεροι, όταν βρίσκονται σε μια σχέση και έχει περάσει αρκετό χρονικό διάστημα αρχίζουν να αντιδρούν λίγο απότομα σε συμβουλές, που άλλοτε ίσως να ζητούσαν, θεωρώντας πια πως είναι υποδείξεις. Όταν όμως φτάνει το άλλο άτομο στο σημείο να χαλαρώνει το σχοινί γιατί κατανόησε πως με τη συμπεριφορά του, άθελά του, καταπίεσε ή έδειξε και έδωσε περισσότερα από όσο «έπρεπε» ή άντεχε ο άλλος να εισπράξει, τότε και μόνο τότε μπορούν να αρχίζουν και να αναρωτιούνται αν υπάρχει ακόμα έρωτας.
Αν έχουν αρχίσει λοιπόν να σκέφτονται πού πήγε ο έρωτας κι η αγάπη, ενώ οι αμφιβολίες προέρχονται από μια πίεση που έχει πάψει να υφίσταται, ίσως το πρόβλημα να είναι τελείως ανεξάρτητο με θέματα συμπεριφορών αλλά να είναι σχετικό με θέματα εγωισμού. Μπορεί ας πούμε ο ένας να νιώθει εσφαλμένα πως «δικαιούται» να κάνει μούτρα, αλλά να αναμένει πως ο άλλος δεν πρέπει να παίρνει και τοις μετρητοίς τις όποιες αντιδράσεις.
Όταν φτάνει ένα άτομο στο σημείο να θέλει να εναρμονίζονται οι απαντήσεις του άλλου με το σκεπτικό το δικό του, δημιουργώντας εντάσεις από το πουθενά, άρα και λόγους για συνεχείς καβγάδες, ίσως πραγματικά αυτό να είναι ένα δείγμα πως κάτι δεν πάει καλά τόσο με τη σχέση όσο και με τα θέλω του μέσα από αυτήν. Συνηθισμένη συμπεριφορά σε τέτοιες φάσεις είναι το άτομο που δε νιώθει εντάξει με την κατάσταση, δειλά-δειλά να αρχίζει να ζητάει χρόνο για τον εαυτό του, που κακά τα ψέματα είναι απαραίτητος και ο χρόνος και ο χώρος, χωρίς όμως να θέλει ή να επιδιώκει να χωρίσει οριστικά. Αν δεν υπάρχουν και αντιρρήσεις από την άλλη πλευρά τότε η κατάσταση μετατρέπεται σε ένα αλισβερίσι συναισθημάτων που όμως δίνονται με τσιγκουνιά και ταυτόχρονα σε μια μόνιμη αναζήτηση μιας παράτασης, χωρίς όμως να ψάχνει κανείς από τους δύο για την ουσιαστική λύση.
Καμιά φορά, όταν οι άνθρωποι νιώθουμε μπερδεμένοι μετατρεπόμαστε σε μικρούς εγωιστές. Μπορεί με τον τρόπο μας να απαιτούμε από τον άλλο να παραμείνει μέχρι να ξεθολώσουν τα πράγματα στο δικό μας κεφάλι και να μην αναλογιζόμαστε καν αν αυτό το «περίμενέ με», δεν έρθει ποτέ. Φερόμαστε λίγο σαν εκείνα τα παιδιά που βαριούνται ένα παιχνίδι, αλλά δεν το δίνουν αλλού, το αφήνουν απλώς στη γωνία μην τυχόν και θελήσουν ξανά να παίξουν.
Το θέμα είναι βέβαια τι αντέχει ο καθένας να έχει στη ζωή του και κατά πόσο είναι διατεθειμένος να συνεχίζει να παλεύει για μια σχέση που δείχνει να έχει θέματα, ακόμη κι αν δεν είναι ξεκάθαρο το ποια είναι αυτά. Όταν αρχίζει κάποιος να γίνεται όλο και πιο αντιδραστικός ή τα λόγια του να είναι έμμεσα εκδικητικά, όταν σερβίρει ένα γλυκόξινο πιάτο και περιμένει ο άλλος να το απολαμβάνει, τότε όχι απλά κάτι τρέχει, αλλά οι ρίζες του προβλήματος είναι πολύ βαθιές. Οι άνθρωποι που δε νιώθουν καλά μέσα σε μια σχέση, μπορεί να μοιραστούν για λίγο, αλλά επί της ουσίας δε θα είναι πρόθυμοι σε βάθος χρόνου, να μοιραστούν τίποτα με το άτομο που βρίσκεται αυτήν τη στιγμή απέναντί τους. Θα είναι και πάλι διατεθειμένοι να το κάνουν μόνο αν βρεθεί κάποιος στο δρόμο τους που καταφέρει να τους αποδείξει πως αξίζει να προσπαθήσουν.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη