«Φεύγουμε;», ρωτάω ανυπόμονα.
«Αρκεί να ξαναγυρίσουμε», απαντάς χαμογελαστά κι ας μην καταλαβαίνεις.
Δε θέλω πολλά από σένα, αλήθεια. Δε θέλω δώρα και εκπλήξεις, δε χρειάζομαι μηνύματα τις ώρες που είσαι έξω με φίλους σου και είμαι κάτι παραπάνω από πρόθυμη να σου παραχωρήσω τις ώρες που θεωρείς απαραίτητες για να βλέπεις τον Παναθηναϊκό.
Ένα πράγμα θέλω μόνο. Θέλω μια βόλτα με τ’ αυτοκίνητο, απ’ αυτές που δεν έχουν συγκεκριμένο προορισμό. Δε θέλω να με πας σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος, δε θέλω να σταματήσουμε πουθενά, ούτε και να κάτσουμε σε κάποιο σημείο με θέα. Μόνο μια βόλτα στις 3 το πρωί με μερικές μπύρες και τ’ αυτοκίνητο θέλω, είναι πολύ;
Θέλω ελευθερία, αλλά μόνο μαζί σου. Ξέρεις πόσο σπάνιο είναι αυτό; Να κάτσω στη θέση του συνοδηγού και ν’ ακούγονται Massive Attack από το ράδιο. Να βγάλω τα παπούτσια μου και να κολλήσω τις γυμνές πατούσες μου στο μπροστινό τζάμι. Να κατεβάσω το παράθυρο, να με φυσάει ο αέρας και να γέρνω πίσω το κεφάλι μου με κλειστά μάτια. Να νιώθω ότι δε με νοιάζει τι πρόκειται να συμβεί, να μη μ’ ενδιαφέρει τι θα γίνει μετά και να είμαι σίγουρη πως όλα, με κάποιον μαγικό τρόπο, θα πάνε καλά. Να ρουφήξω ζωή και να νιώσω ότι δε χρειάζομαι τίποτε άλλο. Να νιώσω πλήρης.
Θα σου πω όλα τα παραπάνω σε μια ξαφνική αποκάλυψη της ευαίσθητης πλευράς μου και θα με κοιτάξεις αμήχανα -δε μ’ έχεις συνηθίσει έτσι. Θα προσπαθήσω να σου μεταδώσω κάθετι που αισθάνομαι και πάλι δε θα καταλάβεις -πώς θα μπορούσες άλλωστε;
Στο φανάρι θα με κρυφοκοιτάς και θα παρατηρείς τα χαρακτηριστικά μου πιο προσεκτικά. Ίσως να είναι και η πρώτη φορά που θα με δεις πραγματικά. Θα ξεχαστείς, θ’ ανάψει πράσινο κι ο από πίσω θα κορνάρει βιαστικά. Θα σε κοροΐδέψω και θα το πάρω λίγο πάνω μου που σε ξελόγιασα για μια στιγμή. Στο επόμενο φανάρι θα με φιλήσεις κι ο από πίσω δε θα περιοριστεί μόνο στην κόρνα αυτή τη φορά.
Θα είναι η πρώτη φορά που δε θα χρειαστεί να με ρωτήσεις τι σκέφτομαι. Δε θα σου κρύβομαι, δε θα κρατάω πράγματα για μένα, θα σου πω τα πάντα. Από την πιο περίεργη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό εκείνη τη στιγμή, μέχρι τις βαθύτερες φοβίες μου.
Μέσα σ’ ένα βράδυ θα μάθεις για μένα περισσότερα απ’ όσα σου έχω πει στους έξι μήνες που είμαστε μαζί. Τις ώρες που με ρωτάς στοχευμένα μπλοκάρω, δεν μπορώ να σου πω τίποτα ουσιώδες. Θέλω να μ΄αφήσεις να σου ανοιχτώ σε όποιον χρόνο θέλω εγώ.
Θέλω να με κάνεις ν’ αφεθώ. Κράτα τα όλα τα υπόλοιπα και δώσε μου μόνο αυτό. Ένα χέρι σταθερό να χαράσσει πορεία κι εγώ στη θέση του συνοδηγού ν’ απολαμβάνω τη διαδρομή.
Οι αισθήσεις μου είναι στο κόκκινο αυτά τα βράδια. Πρώτα είναι η όραση. Συγκρατώ εικόνες που περνούν φευγαλέα από μπροστά μου. Τα φώτα του δρόμου μπροστά μας, τον ουρανό, την άδεια πόλη, τον καπνό του τσιγάρου που βγαίνει απ’ το στόμα σου.
Σειρά έχει η ακοή. Θα εστιάσω στους Massive Attack στο backround, στις σκόρπιες συζητήσεις των περαστικών να μπαίνουν απ’ το παράθυρο και στο γέλιο σου που ηχεί στ’ αυτιά μου.
Τελευταία είναι η γεύση. Ένα πάντρεμα της κρύας μπύρας στην άκρη της γλώσσα μου, μαζί με τσιγάρο και τη γεύση των χειλιών σου.
«Γυρίζουμε;» ρωτάς κατά τις έξι και οι αισθήσεις μου ξεθωριάζουν απότομα.
«Αρκεί να ξαναφύγουμε» απαντώ και παίρνουμε το δρόμο του γυρισμού.