Ήταν να μην κάνει την αρχή η Μιμή. Οι παλιές τα θυμόμαστε, για ρόλεϊ πηγαίναμε, σταματημό δεν είχαν οι κουβέντες. Και να σου τα ciao και να σου τα κλικ και τα πρωτοσέλιδα. Και δεν ήταν κι ομορφάντρας ο Αντρέας. Καλοστεκούμενος και προικισμένος μεν, ομορφάντρας όμως δεν ήταν. Τι τα θες όμως; Πρωθυπουργός σου λέει! Και ποια δεν έσκασε απ’ τη ζήλια της; Καμιά! Στο λέω εγώ που τότε ήμουν διαχειρίστρια στο 154 της Πατησίων κι όλη μέρα άλλες κουβέντες δεν είχαμε.
Η Μιμή και η Μιμίκα. Τη σπίτωσε και τη στεφάνωσε. Πρώτη κυρία στα ξαφνικά. Και μια χώρα να χορεύει στο ταψί της. Τα ‘χαμε ξεχάσει όλα. Δεν είχαμε και capital controls τότε να απασχολούμαστε. Καλά καλά η Κορομηλά δεν είχε αρχίσει να μας σερβίρει τον καφέ. Μονάχες τον πίναμε.
Και πέρασαν τα χρόνια και ξεχάστηκε η ιστορία και ήρθαν κάτι πρωθυπουργοί μετά χλιμίτζουρες, ξενέρωτοι. Γέρασε και η Μιμή, πούλησε τη βίλα. Περασμένα μεγαλεία.
Ώσπου γέλασε ξανά το χειλάκι μας, μούλιασε το γλωσσάκι μας. Αλέξης σου λέει. Αν το πεις Αλέξανδρος γεμίζει στόμα σου. Είναι ταπεινό όμως το γλυκό μου, δεν τα θέλει τα μακρόσυρτα, δεν του αρέσουν οι επισημότητες.
Έτσι απλό με το τζινάκι του, με το πουκαμισάκι του, πέρασε από τις οθόνες μας, σκαρφάλωσε στα έδρανα, του συγχωρούμε το μνημόνιο. Γιατί δε μοιάζει αυτός μάνα μου με τους προηγούμενους. Δε μοιάζει και ξαφνικά ξύπνησε μέσα μας η Μιμή.
Ψέματα δε θα σου πω. Όλα τα σκέφτηκα, όλα τα υπολόγισα. Μα να στηθώ έξω απ’ το Μαξίμου, μα να προσποιηθώ την απολυμένη καθαρίστρια, μα την εργάτρια της ΕΡΤ. Αρκεί να περάσει από δίπλα μου δυο δευτερόλεπτα, να μυρίσει το coco 5, να του ‘ρθει ντουβρουτζας, να μ’ ερωτευτεί το μανάρι μου, να γίνω κι εγώ μια ερωμένη του πρωθυπουργού.
Τον είδαμε όλοι τις προάλλες με τον μουστακαλή στα debate. Τι τον βάλανε τον άλλονε εκεί; Τον πάτωσε! Μη νομίζεις ότι άκουγα και τίποτα. Χαμηλωμένη την είχα κι έκανα μάνι-πέντι. Να κάνει και κανά τουρ από τη γειτονιά μας και να με βρει απεριποίητη το πουλάκι μου; Στο τέλος μόνο την ύψωσα τη φωνή, γιατί μου τηλεφώνησέ η Σίνθια απ’ τον τέταρτο να μου πει ότι έβαλε το στεφάνι της για ύπνο κι άναψε ένα σλιμ στο σαλόνι ν’ απολαύσει τον παλίκαρο και δε γινόταν να πιαστώ αδιάβαστη αν με ρωτούσε τίποτα αύριο.
Δεν είναι ν’ απορείς πώς τις κέρδισε ξανά μανά τις εκλογές. Το νέο Αντρέα τον λένε, ότι είναι η χαρά της νοικοκυράς λένε. Εμ είναι να μην είναι η χαρά της νοικοκυράς; Ξέρεις τι δύναμη έχει η νοικοκυρά στα χέρια της αγάπη μου; Ανώγια και κατώγια χτίζει και γκρεμίζει. Η νοικοκυρά έκανε βασίλισσα τη Μενεγάκη, η νοικοκυρά έκανε ίχνος την Σπυροπούλου. Και της νοικοκυράς η ψήφος έχει μπρίο και συναίσθημα. Δε θα το ρίξει έτσι στεγνά, δε θα το ρίξει όπου κι όπου.
Χρόνια είχε να δει τόσο σέξι κυβέρνηση ο τόπος μας! Λυσσάξατε όλες με τον Γιάνη το χειμώνα, που δε λέω ορθά του είχε το σουξέ του, το σιγανό το ποταμάκι όμως την έχει τη χάρη. Μεγάλη η χάρη του! Κι άκου με καλά που στο λέω, γιατί εμένα το μάτι μου κόβει. Επτά σπίτωσα, επτά ξεσπίτωσα. Τους τρεις τους στεφανώθηκα με λόγο και τιμή. Στα νιάτα μου αυτά, μετά έβαλα μυαλό. Όχι ότι τώρα μεγάλωσα. Στα καλύτερά μου είμαι, αλλά πού να τον βρω να του το πω, που από πάνελ σε εξέδρες γυροφέρνει.
Αλλά κι εσύ που ξερογλείφεσαι κι ονειρεύεσαι πεντάστερα, τζετ και εικοσάλεπτα πίσω από φιμέ τζάμια, να σε ενημερώσω καρδιά μου ότι μεγαλύτερο αφροδισιακό από την εξουσία δεν υπάρχει! Κι έχεις κι εσύ τα δίκια σου να τη λιγουρεύεσαι. Δικαστής παρ’ Αρείω Πάγο ήταν ο τρίτος μου, λες να μην τα ξέρω;
Η εξουσία όμως είναι σαν το μεταξωτό βρακί, θέλει κώλο επιδέξιο. Επιδέξιο, σικάτο και υπομονετικό. Κι αν εσύ δεν τον έχεις, το πολύ πολύ να περιοριστείς σε κανά υπουργιλίκι και στα πεντάλεπτα με τους φουσκωτούς να κρατάνε τσίλιες.
Γιατί η Μιμή ήταν τυχερή, ήταν όμως και καπάτσα. Και Μιμή δεν είναι όλες. Άσε που οι φήμες λένε ότι ο Αλέξης σε ένα μόνο δεν έχει μοιάσει στον Αντρέα. Δεν είναι μπερμπάντης.
Τ’ ακούς Μαντάμ μου, που ‘χεις λυσσάξει απ’ την Κυριακή;
Σημείωση Pillowfights: Η παρούσα στήλη είναι troll στήλη και όλες οι ιστορίες που δημοσιεύονται είναι προϊόν μυθοπλασίας.