Τίτλος: Συνένοχο στο φόνο δε θα με ‘χετε.
Γιατί να βοηθήσω τους πρόσφυγες;
Γιατί, αν δεν τους βοηθήσεις, μαζί με τη δική τους καταδίκη υπογράφεις και τη δική σου. Στην αιώνια, προσωπική σου νέμεση.
Εκείνοι μπορεί και να γλιτώσουν. Να βρουν τρόπο να σωθούν, να μη χρειαστούν το δικό σου χέρι να απλωθεί για να τους σώσει. Τη δική σου τροφή, το δικό σου ρούχο. Εσύ όμως;
Έστω ότι δε γνωρίζεις τι χρειάζεται να κάνεις για να βοηθήσεις. Είτε γιατί δεν ξέρεις πώς να ενημερωθείς, είτε γιατί είσαι απλώς αδιάφορος.
Δεν είναι άλλοθι η άγνοια. Όποιου είδους. Δεν είναι καφές με τη φιλενάδα σου αυτός, που άργησες να πας. Άνθρωποι κομματιάζονται. Ενημερώσου, γιατί η συνείδηση είναι άτιμο πράγμα. Μπορεί τώρα να την χαϊδεύεις με προσχήματα, όμως το ξύπνημα της είναι άγριο και δε συγχωρεί.
«Εδώ δεν έχω να φάω, αυτούς θα βοηθήσω;», θα σου πει ο άλλος. Ανίδεε τιμητή του πόνου γύρω σου, υπάρχει μία τεράστια ειδοποιός διαφορά. Εσύ δεν έχεις να φας μέσα στο σπίτι σου. Που μπορεί να είναι κρύο, που μπορεί να μην έχει πια τηλεόραση ή ίντερνετ, αλλά είναι το σπίτι σου. Ο πρόσφυγας που αρνείσαι να κοιτάξεις με αυτήν την τρομακτικά αυτάρεσκη γκριμάτσα -λες κι αν πεθάνει εκείνος θα σωθείς εσύ- δεν έχει να φάει ξαπλωμένος σε λάσπες, κάνοντας το ανθρώπινο στρώμα στο παιδί του για να μη βραχεί κι εκείνο. Και δεν ξέρω ποιος σε έχρισε κριτή για να μετράς ποια πείνα αξίζει πιο πολύ, αλλά στο άρρωστο αυτό ζύγι που διάλεξες για πρόφαση, η δική σου πείνα έχασε.
Αυτός που θέλει να βοηθήσει, δεν κλαίγεται σε αφράτους καναπέδες για τη δική του τη ζωή. Βγαίνει, κι αφού δεν έχει υλικά να δώσει, δίνει την ψυχή του. Κατανοώ ότι μπορεί να μην έχεις. Κανείς δε σου ζητάει μόνο χρήματα. Βοήθα στα συσσίτια, μοίρασε ρούχα, σκέπασε αυτούς που κρυώνουν, δώσε μία αγκαλιά στους μπόμπιρες, που από την ώρα που πάτησαν το πόδι τους σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, μαζεύουν μόνο κλοτσιές. Το θέμα είναι να σου περισσεύουν αρχίδια, όχι δικαιολογίες.
Παρ’ όλα αυτά, όσους φορούν για μάσκα την αδιαφορία τους ή τη δική τους την πληγή και επιλέγουν να απέχουν, εν μέρει τους δικαιολογώ.
Είναι όμως κι οι άλλοι. Αυτοί, που πλάθουν ιδεολογίες για να μετατρέψουν τα άρρωστα ένστικτά τους σε πολιτικές απόψεις. Αυτοί, που όχι μόνο δε θα βοηθήσουν τον πρόσφυγα αν τον δουν να πνίγεται, αλλά αν μπορούσαν θα τον έπνιγαν με τα ίδια τους τα χέρια.
«Δε χωράμε άλλους», ουρλιάζουν στα τηλεπαράθυρα οι καθώς πρέπει κύριοι με τις γραβάτες για να φανατίσουν τους ανεγκέφαλους που με τη σειρά τους θα ισχυριστούν πως πάνε να μας εξαφανίσουν ως έθνος, γεμίζοντάς μας με βρωμιάρηδες. Παρωπίδες και ανόητες συλλογιστικές γεννιούνται από ένα, εξ άνωθεν, προμελετημένο σχέδιο που σκοπό έχει να μεταφέρει εγκληματικές ευθύνες κρατών σε αθώους ανθρώπους. Κι εσύ πας και πέφτεις μέσα. Το παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι έχει σταθεί ανίκανο στο να δράσει και να αντιμετωπίσει το σπουδαιότερο πρόβλημα της σύγχρονης εποχής. Το προσφυγικό. Σε τι ακριβώς όμως ευθύνονται σε αυτό οι ίδιοι οι πρόσφυγες; Εσύ, αν σου βομβάρδιζαν το σπίτι, αν σου σκότωναν το παιδί, αν σου διέλυαν την πόλη, δε θα έμπαινες στην πρώτη βάρκα που θα ‘βρισκες μπροστά σου να σωθείς;
Ποια λοιπόν, ζωώδη σου ανάγκη σου ικανοποιείς, όταν αντλείς ευχαρίστηση από τον πιο άδικο και τρομερό πόνο; Γιατί επιλέγεις να τιμωρείς τον αδύναμο που σε τίποτε δε φταίει; Επειδή έτσι σου πιπίλισαν τα αυτιά ότι πρέπει να κάνεις; Σκέψου, σύγκρινε και απάντησε. Πώς είναι δυνατόν να χαμογελάς ικανοποιημένος, όταν βλέπεις παιδιά να πνίγονται απλώς και μόνο γιατί έτσι δεν πρόλαβαν να πατήσουν στο χώμα σου;
Δε θέλω να υποθέσω πως μέχρι εκεί φτάνει η μαγκιά σου. Να χρειάζεσαι να καπηλεύσεις τον σχεδόν νεκρό, για να ανακτήσεις μία ανύπαρκτη υπεροχή. Να χρειάζεσαι ταυτότητα για να ταΐσεις έναν πεινασμένο. Να μη λυγίζεις μπροστά σε μάτια αθώων παιδιών, που αδυνατούν να κατανοήσουν τι κακό έκαναν στην τόσο σύντομη ζωή τους για να υποφέρουν τόσο. Και όλα αυτά συνειδητά.
Αν είναι έτσι, τότε εσύ, ακρωτηριασμένε Έλληνα, είσαι η χειρότερη φάρα αυτού του τόπου.
Ο φούρναρης, που ζύμωσε για τους «βρωμιάρηδες». Εκείνος που πέφτει στα παγωμένα νερά για να σώσει έναν άντρα, χωρίς να τον νοιάζει σε τι γλώσσα θα ακούσει το «ευχαριστώ». Οι οικογένειες, που άνοιξαν τα σπίτια τους χωρίς γεωγραφικές προαιρέσεις. Αυτοί αξίζουν να λέγονται Έλληνες.
Οι ιστορίες του παππού και της γιαγιάς σου, τα δάκρυα τους για τις πατρίδες που κι αυτοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, θα έπρεπε να σου αρκούν για να αντιληφθείς ότι οι άνθρωποι που σήμερα φτάνουν κατά εκατοντάδες στη χώρα μας, δεν το κάνουν από καπρίτσιο, δεν το κάνουν για να σε μολύνουν, δεν το κάνουν γιατί δεν τους έφτανε ο μισθός στη δική τους χώρα κι ήρθαν να κλέψουν το δικό σου. Το κάνουν γιατί από εκεί που φεύγουν τους σκοτώνουν. Καθημερινά, ασταμάτητα και με τρόπο αποκρουστικό. Τις ευθύνες που διψάς να αποδώσεις, να τις ρίξεις εκεί που πράγματι αναλογούν. Το δίκιο που σε πνίγει, να το βρεις αλλού, εκεί που αρμόζει να το ψάξεις. Στους δήθεν ηγέτες. Τους δικούς σου, τους ξένους, που στέκουν ακίνητοι μπροστά στη θηριωδία.
Και κάτι ακόμη. Κανένα έθνος δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από έναν ξένο -τον όποιο ξένο. Τον τρέμει μόνο, όταν έχει καλά αντιληφθεί το πόσο ευάλωτο έχει καταντήσει.
Αυτές τις ευθύνες όμως, τις ευθύνες της εθνικής μας αυτοαλλοτροίωσης, να τις ρίξεις μονάχα στον εαυτό σου.
Μάθε πως δεν είναι ηθική μας υποχρέωση να σώζουμε τον κόσμο μόνο όταν σβήνει μπροστά στα μάτια μας αλλά κι όταν σβήνει χιλιόμετρα μακριά. Μπορεί να μην τους βλέπουμε, να μην ακούμε τα αγκομαχητά τους, να μη νιώθουμε το τρεμούλιασμά τους. Όμως πεθαίνουν. Στη γη τη δική μας. Και φταίμε κι εμείς.