Γράφει ο Γιάννης.
Δεν υπάρχει έρωτας. Δε χρειάζονται όλοι οι άνθρωποι έναν άλλον άνθρωπο δίπλα τους για να νιώσουν ολόκληροι. Είμαστε κι εμείς που έχουμε τον εαυτό μας και μας αρκεί αυτός. Είμαστε υπεύθυνοι να κάνουμε τον κόσμο μας να χαμογελάει. Κανείς και καμία δε θέλω να μπει στη ζωή μου και να προσπαθήσει να κάνει την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Οι ενθουσιασμοί κι οι πεταλούδες στο στομάχι είναι για τους ανώριμους.
Αγαπάω τους γονείς μου. Αγαπάω τους φίλους μου. Όλους αυτούς που με κάνουν να χαμογελάω, να περνάω όμορφα δίχως να έχω να αμφιβάλλω στιγμή γι’ αυτούς. Η αγάπη αυτό δεν είναι άλλωστε; Σιγουριά, εμπιστοσύνη, χαμόγελα.
Γιατί να χρειάζεται να υποχωρώ; Γιατί να χρειάζεται να πατάω τον εαυτό μου για να κάνω έναν άλλον άνθρωπο να ευτυχήσει πατώντας πάνω στη δική μου τη χαρά; Γιατί πρέπει σώνει και καλά να υπάρχει ένα «άλλο μισό» εκεί έξω; Μια χαρά ολόκληροι δεν είμαστε μόνοι μας;
Δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους που εμμονικά θέλουν να μας πείσουν πως έχουν ανάγκη από κάποιον άλλον στη ζωή τους. Δεν έχουν ανάγκη από κάποιον, στην τελική. Απλώς δεν τα έχουν βρει όλοι με τον εαυτό τους, δεν τους αρέσει η ιδέα του άδειου κρεβατιού, του να μην έχουν κάποιον να ξυπνήσουν και να πάρουν αγκαλιά, να πούνε μια «καλημέρα» και να πιούνε μισή κούπα καφέ μαζί.
Εγώ θα πάω με τον Μπουκόφσκι που πάντοτε έλεγε «Η καλύτερη συντροφιά του εαυτού μου είμαι εγώ». Υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία απ’ το να απολαμβάνεις τον εαυτό σου; Να μη φοβάσαι την ηρεμία, τη σιωπή, το απόλυτο κενό, αλλά πολλές φορές να το αποζητάς γιατί σου λείπει;
Δεν είναι ανάγκη ν’ αγαπηθείς για να νιώσεις ολοκλήρωση. Ανάγκη είναι ν’ αγαπάς τον εαυτό σου, να νιώθεις πλήρης κι ευχαριστημένος με την οντότητά σου. Να μην αλλάζεις για την κάθε αγάπη που θα περάσει, να μην τροποποιείς τον εαυτό σου για το κάθε πλάσμα που θα κάνει την καρδιά σου να βαράει δυνατά, λες κι είναι έτοιμη να σπάσει. Στην τελική, αν κάποιος θέλει να έρθει και να μείνει, ας σε δεχτεί όπως ακριβώς είσαι, με όλες τις παραξενιές, τις στραβομάρες, τις ανασφάλειες και τα κενά σου.
Δεν είναι εγωισμός, είναι ανάγκη για επιβίωση. Όλοι πεθαίνουμε μόνοι μας. Γιατί πρέπει να ζούμε με άλλους; Για να το θέσω καλύτερα, γιατί να πρέπει να περνάμε τη ζωή μας μ’ έναν άνθρωπο; Γιατί να παλεύουμε, γιατί να δίνουμε μάχες καθημερινά; Γιατί να κλαίμε, γιατί να χωρίζουμε και να τα ξαναβρίσκουμε, γιατί να κάνουμε λάθη και να πληγώνουμε ενώ μπορούμε να μείνουμε μόνοι μεν, με όσους μας αγαπάνε κι αγαπάμε δε, χωρίς την απαίτηση από κανέναν να μας αγαπήσει ερωτικά, με μανία, με λύσσα;
Κι αφού έγραψα τετρακόσιες λέξεις για να πείσω τον εαυτό μου πως είμαι καλά, πως δε σ’ έχω ανάγκη, πως τα έχω βρει με τον εαυτό μου και δε χρειάζομαι κανέναν, άσε με τώρα να σε ικετεύσω. Όλα όσα έγραψα είναι μαλακίες που δεν πίστευα και που ποτέ δε θα πιστέψω.
Έλα να με μαζέψεις απ’ τα πατώματα, βγήκα μισή ώρα απ’ το σπίτι για να πάρω αέρα και γύρισα σχεδόν λιπόθυμος. Έξω βρέχει κι ούτε ο Θεός δεν κατάλαβε τα δάκρυα στα μάτια μου, μακάρι να μπορούσε να ξεγελάσει και τον πόνο στην καρδιά μου, αλλά αυτός δε γίνεται να φύγει.
Βαρέθηκα να παρακαλάω τον εαυτό μου να ηρεμήσει, βαρέθηκα να λέω πως όλα θα πάνε καλά, με το ζόρι στέκομαι στα πόδια μου και ντρέπομαι που στο λέω. Έλα να με ηρεμήσεις, έλα να μου πεις εσύ πως όλα θα πάνε καλά, έλα να με φιλήσεις γαμώ την ψυχή μου, δεν αντέχεται αυτός ο πόνος.
Δεν αντέχονται άλλα ψέματα στον εαυτό μου, δεν αντέχω άλλο ν’ ακούω το μυαλό μου να μιλάει, νιώθω πως θα εκραγώ και το χειρότερο; Παρακαλάω να μπορούσα να εκραγώ εδώ και τώρα. Συγγνώμη που πάντοτε ήμουν πολύ ρομαντικός για τα γούστα σου, αλλά εγώ πνίγομαι και μόνο η θάλασσά σου μπορεί να με ηρεμήσει.
Δεν είμαι υπερβολικός ούτε κλαψομουνιάζω δίχως αιτία. Απλώς ξέρω πως είσαι το παραμύθι μου. Αν ήμουν μικρό παιδί, θα ήσουν το αγαπημένο μου παιχνίδι, που με τη βία μου το πήρανε μια μέρα και δε μου το επιστρέψανε ποτέ. Έλα εδώ.
Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη