Είμαστε όλοι εμείς, που απλά τη βρίσκουμε να χορεύουμε. Έχουμε το ρυθμό μέσα μας και γουστάρουμε να το κουνάμε, οπουδήποτε, οπωσδήποτε και ακούγοντας οτιδήποτε. Δεν είμαστε απαραίτητα ταλαντούχοι, ενδεχομένως δεν έχουμε καν καλλιτεχνική φύση, ίσως είμαστε χορευτές και ίσως όχι. Είμαστε όμως άνθρωποι κεφάτοι, γεμάτοι ζωντάνια και σίγουρα παθιάρηδες.
Είμαστε όσοι μονίμως υποσχόμαστε στον εαυτό μας πως από αύριο θα γραφτούμε στη σχολή χορού, αλλά ποτέ δεν καταφέραμε να ξεκλέψουμε το χρόνο. Η αναβολή έγινε λοιπόν μόνιμη, και κάπου εκεί βολευτήκαμε με το σαλόνι του σπιτιού αντί για πίστα, τα εσώρουχα αντί για φανταχτερές στολές και ξυπόλυτοι, αντί για γυαλιστερά ballroom shoes.
Είμαστε κι όλοι εκείνοι οι επίδοξοι χορευτές κι οι εν δυνάμει πρίμες μπαλαρίνες, που παρέκκλιναν κάπου στη διαδρομή κι επέλεξαν το μονοπάτι της σίγουρης επαγγελματικής αποκατάστασης. Είναι βέβαια και όλοι οι απίθανοι επαγγελματίες, που παρ’ όλες τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες του επαγγέλματος, κατάφεραν να επιβιώσουν, να ξεχωρίσουν και να λάμψουν. Εκείνους τους ανθρώπους τους αντιλαμβάνεσαι από μακριά, είναι μικροκαμωμένοι και λεπτεπίλεπτοι, ντελικάτοι σε κάθε κίνησή τους, έχουν κάνει το χορό τρόπο ζωής. Μιλάνε, περπατάνε, γελάνε, αγαπάνε και ερωτεύονται χορεύοντας. Όσοι όμως δεν είχαμε την υπομονή και την επιμονή, ή απλώς μας έλειπε η κλίση, όλο και κάπως βολευόμαστε.
Το πρωί με τα ακουστικά στ’ αυτιά και την ένταση στο φουλ, στριμωχνόμαστε ωσάν παστές σαρδέλες στο λεωφορείο ή το μετρό, βρίσκουμε όμως λίγα εκατοστά να λικνιστούμε δεξιά κι αριστερά σε ρυθμούς ξένης ποπ ή ελληνικής mainstream -ό,τι ξυπνάει πιο αποτελεσματικά τον καθένα. Λίγο αργότερα στη δουλειά, κουνάμε ρυθμικά τα πόδια πάνω κάτω στους ήχους ενός δυνατού ροκ, ενίοτε ολόκληρο τον κορμό μαζί με την καρέκλα παραδομένοι στη μελωδία ενός ταγκό. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες στιγμές που αδυνατούμε να ξεδιπλώσουμε το εύρος των ικανοτήτων μας, οπότε μας αρκεί απλώς να κουνάμε το κεφάλι πέρα δώθε.
Στις βραδινές εξόδους μας, αισθανόμαστε τα σκαμπό να έχουν καρφιά. Αποφεύγουμε σκοπίμως τα τραπέζια και αγαπάμε τα σταντ, ενώ προσπαθούμε μανιωδώς να κατανοήσουμε το μυστήριο που περιβάλλει το είδος των ανθρώπων που πίνουν ήρεμα το ποτό τους ρεμβάζοντας τον κόσμο τριγύρω, ενώ τα πόδια τους μένουν καρφωμένα στο πάτωμα, και βάζουμε στοίχημα πως έχουν μαρμαρωθεί, σαν τους κατοίκους της Πομπηίας που τους ακινητοποίησε το σύννεφο στάχτης του Βεζούβιου. Το σημείο όμως που μετατρέπει το παραπάνω αίνιγμα σε άλυτο σταυρόλεξο είναι το γεγονός ότι στην πραγματικότητα περνάνε καλά. Τους παραδεχόμαστε όμως και συνεχίζουμε να κουνιόμαστε σαν χαλασμένο κομπρεσέρ.
Γουστάρουμε να χορεύουμε από ζεμπέκικα και τσιφτετέλια, μέχρι λάτιν και ραπ. Εκεί που οι άλλοι τραγουδάνε στο μπάνιο, εμείς χορεύουμε αποφεύγοντας όμως το swing, για να μην καταλήξουμε και στα νοσοκομείο λόγω πάθους για το άθλημα.
Ναι, τον έχουμε προσέξει τον τύπο δίπλα που μας λοξοκοιτάει κάθε μέρα, το συνάδερφο που μας δείχνει με το δάχτυλο και κρυφογελάει και τη γειτόνισσα που κουνάει απελπισμένη το κεφάλι όταν μας παρακολουθεί από το παράθυρο να χτυπιόμαστε χωρίς σταματημό με τη μουσική στο τέρμα. Κλείνουμε όμως τις κουρτίνες και δυναμώνουμε την ένταση.
Ο χορός δεν έχει να κάνει με την ηλικία, τα κιλά, το ύψος, ούτε καν με το ταλέντο. Προκύπτει από μία ανάγκη εσωτερική, την ανάγκη να εκφράσουμε με τη γλώσσα του σώματος όσα δεν μπορούμε με την άλλη, εκείνη που δαγκώνουν τα χείλη και δε βγάζουμε μιλιά . Χορεύουμε για να εκτονώσουμε την ενέργεια που συγκεντρώνεται μέσα μας σαν λάβα ηφαιστείου, και όλως παραδόξως καταλήγουμε με περισσότερη ενέργεια από πριν. Ο χορός είναι μαγεία, που ενώνει τον πιτσιρικά που σπάει χέρια και πόδια κάνοντας παρκουρ, με το ηλικιωμένο ζευγάρι που χορεύει βαλς στην πεντηκοστή επέτειο γάμου.
Χορεύουμε για να ξεχαστούμε, για να μετατοπίσουμε την ένταση από μέσα προς τα έξω, ώστε να νιώσουμε λίγο πιο ανάλαφροι. Χορεύουμε γιατί έτσι αισθανόμαστε, γιατί νιώθουμε πιο σέξι και δυναμικοί. Γιατί η μουσική χωρίς χορό, δεν αιωρείται γύρω μας αρμονικά, μα πέφτει στο πάτωμα προκαλώντας έναν άβολο, περίεργο και εκνευριστικό θόρυβο.
Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Ευαγγελοπούλου: Σοφία Καλπαζίδου