Όσοι έχουμε την τύχη να καταγόμαστε από κάποιο χωριό, σίγουρα το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό είναι εκείνα τα καλοκαιρινά πανηγύρια του Αυγούστου, αλλά και κάθε γιορτινή για την εκκλησία περίσταση του χωριού. Είναι οι πάγκοι με το μαλλί της γριάς και τα σπόρια, τα χειροποίητα κοσμήματα και τα τοπικά προϊόντα, η μουσική που ακούγεται μέχρι το πρωί, τα ψητά ψάρια και κρέατα και τα κουπάκια με τη φασολάδα. Είναι οι φωνές, τα γέλια τα «ραντεβού στην πλατεία». Γιατί το χωριό είναι τα πανηγύρια του κι άλλα τόσα πέρα από αυτά.
Όσοι έχουν επιλέξει να πάνε στο χωριό στις διακοπές τους- πόσο μάλλον να έχουν διαλέξει να ζήσουν εκεί, σίγουρα θα έχουν παρατηρήσει τη διάφορα του αέρα, της αύρας και της ενέργειας που κρύβεται ανάμεσα στα ψηλά καταπράσινα δέντρα. Είναι σαν να παίρνουν αέρα τα σωθικά σου, ρε παιδάκι μου, και να γεννιέσαι ξανά. Νιώθεις ότι αναπνέεις από ανάγκη κι ελεύθερα κρύο καθαρό αέρα κι όχι από υποχρέωση όπως όλοι σχεδόν έχουμε συνηθίσει στον αέρα της πόλης. Είναι οι ανάσες βαθιές, νιώθεις το οξυγόνο να σε ανανεώνει.
Ύστερα, έχετε ξανασυναντήσει ποτέ πιο όμορφο βραδινό ουρανό όπου τα αστέρια εμφανίζονται δίχως να τα κρύβει το καυσαέριο και τα φώτα της πόλης; Ξέρεις, από εκείνα τα βράδια που όλοι μαζεύεστε στην πλατεία του χωριού -μικροί μεγάλοι- απλώνετε τραπέζια σε όλον τον χώρο και γίνεστε μια παρέα, ενώ μετά από ώρες και καθώς οι γονείς σου δεν ανησυχούν για το πού βρίσκεσαι γιατί είσαι στο χωριό, αργείς να γυρίσεις κι αράζετε όλοι μαζί παίζοντας χαρτιά, τάβλι, πίνοντας μπίρες και βλέποντας τα αστέρια. Κάπως έτσι, γυρνάς τα ξημερώματα κι ανυπομονείς να έρθει η επόμενη μέρα ώστε να ξυπνήσεις το πρωί, να αισθανθείς την πρωινή αύρα του χωριού, να βοηθήσεις τους παππούδες σου στις δουλειές του σπιτιού κι έπειτα να κάτσετε σε αυτό το μπαλκονάκι πίνοντας ελληνικό καφέ κι απολαμβάνοντας αυτή την περίεργα υπέροχη γαλήνη.
Όμως ναι, τα πανηγύρια ίσως να είναι η πιο χαρακτηριστική βερσιόν ενός χωριού κι η μέρα που γίνεται είναι μεγάλη γιορτή για τους κατοίκους. Είναι η μέρα που ξυπνάς και κατεβαίνεις το πρωί στην πλατεία, η οποία γεμάτη κόσμο που κάνει τις βραδινές ετοιμασίες μοιάζει σε μια γλυκιά αναταραχή. Όλοι τρέχουν, υπάρχει φασαρία, καρέκλες παντού, χαμόγελα και ζωντάνια- το χωριό γιορτάζει και φοράει τα καλά του. Οι μπίρες και τα τσίπουρα αρχίζουν από το μεσημεράκι κι όλοι είναι έτοιμοι για τη μεγάλη γιορτή.
Κι όταν έρθει το βράδυ, έχεις αυτόν τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού, αυτή την περιέργεια να δεις πόσος καινούργιος κόσμος θα έρθει και σίγουρα με κάποιο μαγικό τρόπο μέχρι το τέλος της βραδιάς θα έχεις ερωτευτεί το καινούργιο πρόσωπο που ήρθε από το δίπλα χωριό και χορεύατε δίπλα δίπλα, περιμένοντας το πότε θα γνωριστείτε κι αν μέσα σε αυτή την βαβούρα του χορού θα σου ανταλλάζατε μια κουβέντα. Το ακόμη πιο σίγουρο είναι πως θα σπάσεις ρεκόρ στο πόσα σουβλάκια θα φας και πόσα σφηνάκια τσίπουρο θα σε κεράσουν. Δεν υπάρχουν ντροπές, θα φας, θα μεθύσεις, θα βγάλεις και τα παπούτσια και με κόκκινα μάγουλα θα χορέψεις μέχρι τελικής πτώσης. Την επόμενη μέρα δε θα το θυμάται σχεδόν κανείς, καθώς το τσίπουρο θα έχει κάνει δουλίτσα, αλλά μένει πάντα αυτή η αίσθηση πως κάτι πολύ ωραίο συνέβη χθες το βράδυ.
Υπάρχουν και οι σταρ, άτομα τα οποία γίνονται το επίκεντρο της βραδιάς. Είναι αυτοί οι παππούδες που παρατηρούν τους πάντες, έχουν άποψη για όλα, πίνουν δίχως αύριο και πάνε πάντα ανά δυάδες και τριάδες. Αξιολάτρευτοι και πάντα στο πιο κεντρικό τραπέζι, φεύγουν από τους τελευταίους κι απολαμβάνουν τη βραδιά. Όλοι είναι συγγενής κάποιου, όλοι έχουν κι έναν μπάρμπα από την πόλη κι αν έχεις να πας καιρό αποτελείς πάντα αξιοθέατο. Γι’ αυτό κράτα μικρό καλάθι γιατί σκέψου να μαθαίνεις πως το παιδί με το οποίο εσύ φλέρταρες το προηγούμενο βράδυ κι είχες αποκτήσει προσδοκίες είναι μακρινός ξάδερφος ο οποίος έχει γυρίσει από την Αμερική για τις καλοκαιρινές του διακοπές μαζί με την οικογένειά του.
Αυτές είναι οι αναμνήσεις που όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο καιρό κι να έχεις να επισκεφτείς το αγαπημένο σου χωριό ξέρεις πως θα είναι πάντα μέσα σου- σαν ένας ξεχωριστός κόσμος. Μια παράλληλη ζωή, που όταν έρχεται η στιγμή να γυρίσεις στην καθημερινότητά σου, σε πιάνει ένας κόμπος στο στομάχι και μια μελαγχολία. Φεύγοντας, γυρνάς και ξανά κοιτάς το σπίτι το οποίο έχεις χαραγμένο στη μνήμη σου από τα παιδικά σου χρόνια και του υπόσχεσαι πως θα τα ξαναπείτε σύντομα. Κι όντως, έτσι θα είναι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου