Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Ένα κερί αναμμένο, χαλαρωτική μουσική και καπνός από τσιγάρο. Σε ένα σκοτεινό δωμάτιο τα ταλαιπωρημένα μου χέρια δακτυλογραφούν πάνω στη γραφομηχανή. Σε ένα παλιό χαρτί μπλέκονται οι εμπειρίες και αποδίδονται σε λέξεις. Φτιάχνουν μια ιστορία βγαλμένη από μια ανάμνηση. Θα ‘ναι χαράματα, αυτές οι ώρες που μαρτυράνε τα μεγαλύτερα μυστικά και νιώθεις πιο ευάλωτος από ποτέ. Μα πώς να δώσω ζωή στη γραφή μου, πάει καιρός από τότε που τα έζησα και για να πω την αλήθεια, θα ήθελα να τα ξεχάσω. Όμως μια φλόγα καίγεται μέσα μου και η κοφτή μου ανάσα προδίδει το πάθος που νιώθω γράφοντας εκείνη τη στιγμή. Νιώθω έναν πόνο μέσα μου και θέλω να τον ελευθερώσω στο χαρτί, να γίνει μια ιδέα και να πάρει υπόσταση να φύγει απ’ το μυαλό μου.

Δειλά δειλά τα δάχτυλά μου κουνιούνται κι ακουμπάνε αυτά τα σκουριασμένα γράμματα της γραφομηχανής, το μελάνι σχεδιάζει πάνω στο κιτρινωπό χαρτί. Ξαφνικά οι λέξεις παίρνουν μορφή, ανακατεύονται με τον καπνό και μεθάνε τις σκέψεις μου. Συνεχίζω να γράφω σαν να εξαρτάται η ζωή μου απ’ αυτό, βγαίνουν όλα αβίαστα από μέσα μου σαν να περίμεναν καιρό να πάρουν υπόσταση. Γράφουν οι λέξεις για ανεκπλήρωτους έρωτες κι απωθημένα, για ξεχασμένα όνειρα και για ανθρώπους που με χάραξαν. Γλυκόπικρες γεύσεις οι αναμνήσεις, σε ξεγελάνε και τις θυμάσαι πιο όμορφες απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα. Νοσταλγείς για μέρες περασμένες και χρόνια παλιά και χάνεσαι σ’ αυτά σαν να προδίδουν πως ήταν τα καλύτερά σου, μα είναι η ύστατη προσπάθεια να ξεγελάσεις το παρόν.

Μεγαλώνω κι ο κόσμος γίνεται όλο και πιο απαιτητικός και με τρομάζει. Δε νιώθω έτοιμος να τον αντιμετωπίσω, εγώ έμαθα να ονειροπολώ στη μέρα μου και να ξεφεύγω με το ποτό για να θολώνει το μυαλό μου και να ησυχάζω. Τους ανθρώπους φοβάμαι, πως θα με πληγώσουν και θα με αφήσουν άδειο. Μα και μονάχος μου νιώθω άβολα, σαν να χάνω ευκαιρίες και να με προσπερνάει η ζωή και εγώ να μην τη φτάνω. Σ’ αυτό το δωμάτιο μεγάλωσα κι έφτιαξα τον μικρόκοσμό μου. Έχω κλείσει τις κουρτίνες στην προσπάθειά μου να απομονωθώ και να βάλω σε σίγαση όλους τους ήχους από τον έξω κόσμο. Βολεύτηκα εδώ κι έφτιαξα τη φωλιά μου.

Τρέχει το μυαλό μου σε κάτι καλοκαιρινά βράδια με αστέρια και πανσέληνο, σε κάτι δειλινά δίπλα στη θάλασσα και κάτι χαράματα σε ταράτσες με ποτό και τσιγάρο. Αυτές τις ώρες που λες μόνο αλήθειες και αφήνεσαι στη μεθυστική στιγμή να σε συνεπάρει. Μα τώρα, όλες αυτές οι αναμνήσεις έχουν σκιές ανθρώπων- δεν μπορώ να δω τα πρόσωπά τους. Τσουγκράν’ τα ποτήρια τους, ακούγονται κάτι γέλια και μια απαλή μουσική. Σαν να θέλουν κάτι να μου πουν μα μόνο κάτι ψιθύρους ακούω. Μάλλον δε θα μάθω ποτέ και θα κάθομαι στην πολυθρόνα μου να αναρωτιέμαι. Τι νόημα έχει άλλωστε, πέρασαν αυτά και τώρα πρέπει να συνηθίσω το παρόν.

Παίζει μια μελωδία στο ραδιόφωνο και με γεμίζει μια χαρμολύπη, δυναμώνω κι αρχίζω να χορεύω ασυντόνιστα με καβαλιέρο τη σκιά μου στον τοίχο. Τελειώνει το τραγούδι, σβήνω το τσιγάρο, φυσάω τη φλόγα απ’ το κερί και βάζω τελεία στο χαρτί. The end.