Είναι τρομακτικό το «για πάντα». Είναι απρόβλεπτη η ζωή και το αποδεικνύει συχνά. Αφήνει, όμως, αναμνήσεις και παρακαταθήκες έπειτα από κάθε εμπειρία, κάθε ιστορία και κάθε άνθρωπο. Ξέρεις, αυτό το χαμόγελο ή το κενό στο βλέμμα που σχηματίζει η θύμηση, η φωνή ή το ένστικτο.
Είναι όμορφο να σε θυμούνται για όσα είσαι. Να σε θυμούνται για τον ατίθασο χαρακτήρα σου που ποτέ δε θέλησε να συμβιβαστεί ή να ρίξει τα στάνταρ του γιατί δεν είχε άλλη επιλογή, αλλά προτίμησε να ψάχνει το δικό του απρόσιτο λιμάνι. Να σε θυμούνται για την επαναστατική φωνή σου, που υψωνόταν απέναντι στο άδικο είτε σε αφορούσε είτε όχι. Να σε θυμούνται για το θράσος σου, για το γεγονός πως δε δίστασες στιγμή να εκτεθείς και να λερώσεις το όνομά σου. Να σε θυμούνται για όσα αληθινά είσαι κι όχι για όσα ξένα προσπάθησες, κάποτε, να γίνεις.
Ζούμε μέσα στις αναμνήσεις των ανθρώπων μας. Έχουμε τη δική μας θέση σε κάθε εικόνα του μυαλού τους, υπάρχει η μορφή μας καθαρή και ξεχωριστή. Ακόμα και να μην υπήρχε το λεγόμενο happy end, η θύμηση υπάρχει. Μένει ζωντανή για να μας υπενθυμίζει τι πρέπει να αποφεύγουμε, τι δεν μπόρεσε να φανεί αντάξιο των προσδοκιών και τι μας πλήγωσε. Το πάθημα που γίνεται μάθημα και μας βοηθά να προχωράμε, αναζητώντας αυτό που πραγματικά είναι δικό μας.
Οι επιστροφές είναι κι αυτές επιλογές, όπως ακριβώς κι οι ευκαιρίες που δίνουμε ή παίρνουμε πίσω. Είναι στο χέρι μας το πισωγύρισμα. Υπάρχουν ιστορίες που δικαιώθηκαν από τα βήματα προς τα πίσω κι άλλες που ευτύχισαν πηγαίνοντας παρακάτω. Λογική και συναίσθημα κονταροχτυπιούνται και κερδίζει ό,τι μας εξουσιάζει περισσότερο ή μάλλον ό,τι αφήνουμε εμείς να μας ελέγχει. Δε θα αναφέρω τα τυχαία που δεν είναι τελικά καθόλου τυχαία, γιατί τα αγαπώ πιο πολύ απ’ όσο μπορώ να χωρέσω μέσα σε λέξεις.
Αναπολώ σημαίνει πως κάποια στιγμή στη ζωή μου κατάφερα να κάνω κάτι καλά, μπόρεσα να δημιουργήσω, πήγα ως εκεί που μ’ έπαιρνε και έκανα όμορφο θόρυβο. Το να σε θυμούνται σημαίνει πως υπήρξες, χωρίς να έχει σημασία αν αποτελείς ακόμη μέρος μίας στιγμής, μίας κατάστασης ή ενός ανθρώπου. Λένε, πως τους ανθρώπους πρέπει να τους μετράς στο τέλος, όμως, εγώ πιστεύω πως είναι πιο δίκαιο να μετράς τις εικόνες που σου άφησαν και να τους αποτιμάς ανάλογα με το συναίσθημα που σου προκαλούν όταν τους αναπολείς.
Τώρα θα μου πεις πως ό,τι αξίζει μένει και δε γίνεται εικόνα στο πίσω μέρος του μυαλού. Το μέτρημα στο τέλος αποδεικνύει και ξεδιαλύνει το περιεχόμενο στο καλάθι των προσδοκιών. Ό,τι κι αν συμβεί δεν υπάρχει πιο σπουδαίο κατόρθωμα απ’ το να υπερηφανεύεσαι για τους ανθρώπους σου, για τις επιλογές που σε δικαίωσαν και ζουν μαζί σου. Το παρελθόν όσες φορές κι αν παίξει απέναντι απ’ το παρόν και το μέλλον θα χάσει, γιατί το προσωρινό δεν ήταν ποτέ αγαπημένο κανενός, το τετελεσμένο άφηνε γλυκόπικρη γεύση και το χλιαρό δεν μπορεί να σε αγγίζει διαρκώς χωρίς να το σιχαθείς κάποια στιγμή.
Πολλές φορές προσπαθούμε να μαντέψουμε τι μπορεί να σκέφτεται κάποιος για μία παλιά εκδοχή του εαυτού μας. Φέρνουμε στο νου λόγια και συμπεριφορές που είτε μας εκφράζουν ακόμη είτε όχι. Κοιτάμε ευθεία στο τώρα και συνειδητοποιούμε πως αλλάζουν οι προτεραιότητες, η σειρά ταξινόμησης στην καρδιά μεταβάλλεται κι εμείς οφείλουμε να δημιουργήσουμε νέα όρια, να τραβήξουμε φρέσκες γραμμές τις οποίες δε θα μπορεί κανένα «πριν» να ξεπεράσει. Αυτό δεν αναιρεί ότι κάποτε υπήρξαμε, αλλά πως πλέον δε θέλουμε -τουλάχιστον πραγματικά- να υπάρχουμε.
Το να αναπολείς είναι απόδειξη ζωής κι όχι θέληση επιστροφής. Εξάλλου, τα «θέλω» μας ήταν πάντα δυνατότερα από κάθε σκέψη ή παρελθοντική και θολή εικόνα για να μένουν μόνο στην επιθυμία. Ξέρεις, όμως, ποιο είναι το καλύτερο σημείο; Κοιτάζοντας παλιές πραγματικότητες να σκάμε ένα χαμόγελο και να αισθανόμαστε τυχεροί που μέσα από αυτές βρεθήκαμε στο σήμερα και το φτιάξαμε όπως ακριβώς γουστάραμε. Είναι μαγικό το συναίσθημα που σε δικαιώνει. Κι η ομορφότερη δικαίωση βρίσκεται ακριβώς μέσα στα μάτια που λατρεύει ο καθένας μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου