Όλοι πάνω κάτω ξέρουν να πουν «σ’ άγαπώ» και «μ’ αρέσεις» σε 5-6 γλώσσες. Είναι από τις πρώτες φράσεις που μαθαίνει κανείς όταν εξασκεί μια ξένη γλώσσα ή ακόμα και για πλάκα. Μα αν δεν σκοπεύεις απλώς να φλερτάρεις με κάποιον άνθρωπο σε ένα ταξίδι ή το καλοκαίρι χωρίς καμία έγνοια στο νησί, τα πράγματα δυσκολεύουν.

Δε λέω ότι δε γίνεται να πετύχει η συνταγή. Πολλές φορές έχουμε δει ζευγάρια διαφορετικών εθνικοτήτων να τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα από ομοεθνή. Να φτιάχνουν μια οικογένεια, ένα σπίτι, μια κοινή ζωή μαζί. Κι έως τότε, θα μάθει κι ο ένας τη γλώσσα του άλλου, κάνοντας την επικοινωνία παιχνιδάκι. Το θέμα είναι όλον τον καιρό μέχρι να γνωριστούν καλά αυτοί οι δύο άνθρωποι, πώς συνεννοούνται σε βάθος; Αν δεν είσαι δίγλωσσος και δεν παίζεις στα δάχτυλα τη μητρική γλώσσα του εν δυνάμει συντρόφου σου ή το αντίστροφο, είναι πολύ μπερδεμένη υπόθεση να εξηγήσεις τα συναισθήματα και τις βλέψεις σου.

 

 

Γιατί έχουμε μάθει από πολύ μικρή ηλικία να σκεφτόμαστε σε μια συγκεκριμένη γλώσσα, κι ακόμα κι αν έχουμε ροπή στις ξένες γλώσσες, ο τρόπος σκέψης δεν αλλάζει. Πάνω στη μετάφραση λοιπόν, κι ειδικά τέτοιων λεπτών εννοιών, όπως είναι τα συναισθήματα, είναι πολύ εύκολο να γίνει το λάθος, η παρεξήγηση, η κακή επιλογή λέξεων, που δε θα μεταδώσουν το μήνυμα που θες στο εκατό τοις εκατό του.

Κάποιοι ονειροπόλοι θα διακόψουν σε αυτό το σημείο και θα πουν ότι σε μια τέτοια περίπτωση αφήνεις τη γλώσσα του σώματος να κάνει τη δουλειά, οι λέξεις δεν έχουν τόση βαρύτητα, και είναι το vibe που βγάζεις προς τα έξω, που ο άλλος πιάνει στο λεπτό και όλα καλά. Κι θα έρθουν οι ρεαλιστές σε αντεπίθεση να πουν ότι είναι αμφιλεγόμενη η γραμμή του τι αντιλαμβάνεται κάποιος με το τι θες πραγματικά να δείξεις. Αν δε συνοδεύεται το vibe από τα σωστά λεκτικά, μπορεί το μήνυμα να πάει στράφι στο λεπτό.

Δεν μπορούμε να δώσουμε δίκιο σε καμία πλευρά, καθώς εξάλλου η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων είναι πάντα εντελώς μοναδική. Μπορεί σε μία περίπτωση, δύο άνθρωποι να καταλαβαίνονται τόσο πολύ μεταξύ τους σε επίπεδο μη λεκτικό, ώστε να μπορεί αυτή η σχέση να προχωρήσει με τη βοήθεια μιας κοινής τρίτης γλώσσας, ακόμα και αν δεν είναι εξπέρ. Μπορεί επίσης, δύο άνθρωποι που μιλούν την ίδια γλώσσα καλά, να μην κατανοούν ο ένας τον άλλον σε βαθύτερο επίπεδο και να αγκομαχούν στην προσπάθεια να δείξουν το πιο απλό συναίσθημα.

Άρα τελικά, είναι θέμα γλώσσας ή χημείας η υγιής επικοινωνία; Αν υπάρχει το πάθος, η θέληση και η δύναμη, τύφλα να έχει το μέσο. Θα τα καταφέρεις πάση θυσία και ίσως είναι ακόμα πιο γλυκιά η επιτυχία, γιατί θα έχεις ξεπεράσει ένα σημαντικό εμπόδιο στην προσπάθεια σύνδεσης με τον άνθρωπο που προορίζεσαι να είσαι μαζί.

Κι όταν περάσει η πρώτη δύσκολη φάση της επικοινωνίας, μετά όλα γίνονται πιο συναρπαστικά. Ανακαλύπτεις τη κουλτούρα του συντρόφου σου, τον τρόπο που έχει μάθει να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται και καταλαβαίνεις σταδιακά τι είναι αυτό που σε ελκύει τόσο πάνω του. Αν είναι απλώς το διαφορετικό, το άγνωστο, ή αν όντως έτυχε το άλλο σου μισό να μην έχει γεννηθεί στην ίδια χώρα με εσένα.

Γιατί πολλές φορές αναρωτιόμαστε αν υπάρχει για όλους ένα ταίρι εκεί έξω. Αλλά συνήθως περιορίζουμε τα όρια στα σύνορα μιας πόλης, χώρας, ακόμα κι ηπείρου. Όμως, οι επιλογές αυξάνονται όταν αρχίσεις να σκέφτεσαι πιο γκράντε κι ίσως είσαι ένας από αυτούς που η τύχη το;yς χαμογελά από μακριά.

Δεν είναι απαραίτητο να μένουμε στα κουτάκια που νομίζουμε ότι έχουν σχηματίσει την πορεία της ζωής μας. Αν κι όταν νιώσουμε την ιδιαίτερη σύνδεση με κάποιον άνθρωπο, δεν αξίζει στο ελάχιστο να κοιτάμε εξωγενή χαρακτηριστικά όπως το χρώμα, η γλώσσα, η κουλτούρα, η εθνικότητα- και γενικώς δεν αξίζει κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά να διαμορφώνουν την οποιαδήποτε σχέση με οποιαδήποτε φύση. Παρά μόνο την ψυχή του ανθρώπου και τα ενδότερα συναισθήματα που μας προκαλεί αξίζει να ψάχνουμε. Και τότε η σχέση μπορεί να στεριώσει και να ανθίσει κι έτσι να δημιουργηθεί μια ιστορία αγάπης που δε θα χαθεί στη μετάφραση γιατί θα γεννήσει μια γλώσσα δική της.  Ολοκαίνουρια.

 

Συντάκτης: Ίλυα Τρανούδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου