Είναι παράξενες οι σχέσεις των ανθρώπων. Είναι απαιτητικές κι αδηφάγες. Να προλάβουν να τα πάρουν όλα, να προλάβουν να τα ζήσουν όλα. Να μην αφήσουν τίποτα να πέσει κάτω. Να βολέψουν εκείνους που τις αποτελούν, να τους σιγουρέψουν ότι τίποτα δεν πάει χαμένο. Κι αυτοί να δίνουν κι άλλα, μέχρι να μην έχουν πλέον τίποτα. Και να διαλύσουν.
Να πάνε να βολευτούν σε άλλες σχέσεις. Να ζήσουν παρόμοιες καταστάσεις με διαφορετικά πρόσωπα. Να προσπαθήσουν, να συμβιβαστούν, να κάνουν πέρα τον εγωισμό τους για να αφήσουν χώρο για εκείνον του ανθρώπου τους. Να δώσουν όσα προλάβουν πριν η ασφάλεια κι η σιγουριά τους κρυφτεί πίσω από ένα «Δεν αντέχω άλλο, θέλω λίγο χρόνο».
Και κάπως έτσι χωρίζουν οι άνθρωποι. Επειδή θέλουν χρόνο. Επειδή θέλουν χρόνο χώρια απ’ τον άνθρωπό τους. «Λίγο» τον ονομάζουν. «Λίγο» χρόνο χρειάζονται. Μέχρι να καταλάβουν ότι αυτό το «λίγο», το εννοούσαν «πολύ» ή και «ποτέ». Μάλλον «ποτέ».
Βέβαια όλα αυτά τα παραπάνω, απαιτούν και μια κάποια αυτογνωσία. Να ξέρεις τι θέλεις, να ξέρεις και τι να ζητήσεις. Να έχεις την ωριμότητα να πεις ότι ξέρεις κάτι; Δεν έχω κάτι άλλο να δώσω. Δεν μπορώ να δώσω παραπάνω. Και να φύγεις. Όχι να γυροφέρνεις μια ανασφάλεια του τύπου «Δε σηκώνω μύγα στο σπαθί μου και περιμένω το παραμικρό στραβοπάτημα για να την κάνω». Είναι δειλό αυτό το σκεπτικό.
Κάπου εκεί μπερδεύονται οι άνθρωποι. Εκεί που δεν μπορούν να διαχωρίσουν την αυτογνωσία με τη δειλία και την ωριμότητα με την ανασφάλεια. Και λένε λόγια που δεν εννοούν. Ή που εννοούν αλλά δε βρίσκουν τρόπο να τα εκφράσουν όπως θα ‘πρεπε. Και πληγώνουν και πληγώνονται. Και μένουν μόνοι για τον ίδιο λόγο που είχαν έρθει κοντά εξ αρχής. Επειδή ήταν πολύ ώριμοι ή πολύ ανασφαλείς.
Είναι παράξενες οι σχέσεις των ανθρώπων. Είναι παθιασμένες, είναι αδιάφορες. Θέλουν χρόνο για να ζήσουν. Αναλώνουν σκέψη, σώμα κι αίσθημα. Αναλώνουν υπάρξεις ολόκληρες. Και για ποιο λόγο; Για να φτάσει η στιγμή που κανείς απ’ τους δυο δε θα είναι δυνατός αρκετά να συνεχίσει; Για να έρθει η ώρα που θα πάρουν την απόφαση να συνεχίσουν χωριστά;
Μάταιο δεν είναι αυτό; Ναι είναι. Αλλά αν όλοι ξεκινούσαν μ’ αυτήν τη ματαιότητα, τίποτα δε θα ‘χε νόημα. Θα ήταν όλα μια φλατ γραμμή. Χωρίς εντάσεις, χωρίς σκαμπανεβάσματα. Θα ήταν μια πεθαμένη γραμμή παλμογράφου. Θα δήλωνε τέλος χωρίς προδιαγραφές αρχής.
Και θα ήταν άδικο. Έστω κι αν όλες οι σχέσεις γυρνούσαν γύρω από μια αβεβαιότητα. Έστω κι αν όλες οι σχέσεις ήταν δειλές κι ανώριμες. Έστω κι αν όλοι οι άνθρωποι μπερδεύονταν στα διλήμματά τους και δεν έβρισκαν τρόπο να ξεμπλέξουν. Κι έστω κι αν αυτά τα διλήμματα ήταν χαζά κι ανώφελα.
Οι σχέσεις των ανθρώπων όμως δεν είναι ούτε χαζές ούτε ανώφελες. Είναι παράξενες, ναι. Είναι αδηφάγες, ναι. Και τα βολεύουν τα μέλη τους. Και τα βάζουν στο τριπάκι της συνήθειας. Και τα παθιάζουν και τα ξενερώνουν. Και τα θέτουν οι ίδιες ανάμεσα στις επιλογές τους.
Οι σχέσεις αναγκάζουν τους ανθρώπους να επιλέξουν αν είναι αρκετά δειλοί για να μείνουν ή αρκετά δειλοί για να φύγουν. Αν θα αντέξουν να τα δώσουν όλα ή αν θα φοβηθούν και θα κλείσουν πόρτες και συναισθήματα πίσω τους. Θα αναγκαστούν εκείνοι οι άνθρωποι να αναρωτηθούν αν αξίζει στην τελική να προσπαθήσουν.
Είναι παράξενες οι σχέσεις των ανθρώπων. Απαιτούν παρουσία, χρειάζονται παρουσία. Έχουν ανάγκη από σιγουριά, έχουν ανάγκη από συνήθεια. Να μη σκεφτούν ούτε για λίγο εκείνοι οι δυο να φύγουν με το παραμικρό λάθος.
Να μην μπερδέψουν την αυτογνωσία με την αβεβαιότητα. Να μην πέσουν στην παγίδα της δήθεν ωριμότητας. Να μη σκεφτούν ούτε για λίγο να εγκαταλείψουν εκεί που θα ‘πρεπε να σκοτωθούν στη μάχη.
Επιμέλεια Κειμένου Μαριάννας Συμεωνίδη: Πωλίνα Πανέρη