Όταν φτάσεις να πεις ότι είδες κι έζησες τόσα πολλά και που ακόμα και τώρα, δεν έχεις για όλα τις απαντήσεις, τότε ίσως και να είσαι έτοιμος να απομακρυνθείς, αλλά μέχρι τότε οφείλεις σε σένα και μόνο σε σένα να τολμήσεις. Είναι στην κρίση σου να αρνηθείς να διεκδικήσεις και να μείνουν άγονες οι πορείες σου ή να μη δεις τα περάσματα από τη βιασύνη σου να φτιάξεις τις συνθήκες. Δε σημαίνει ότι είναι κακό. Δεν υπάρχει καλό η κακό, υπάρχουν μόνο όνειρα κι άνθρωποι. Κι όπως το καλό ζυμάρι θέλει τη μαγεία της μαγιάς για να ανέβει, το χρόνο του και την υπομονή  για να ξεκουραστεί, έτσι και μια καλοζυμωμένη ζωή έχει ανάγκη από τα συστατικά της. Θέλει σιρόπι φράουλας με θυμαρίσιο μέλι, πικραλίδα που στάζει φαρμάκι, μεθυσμένα πρωινά και ήρεμα βράδια, θέλει αγώνα και θάρρος κι αν τα φοβηθείς όλα αυτά, αν γίνεις τόσο ευπαθής όσο ο κόσμος που σε περιβάλλει θα μείνεις στάσιμος κι ασφαλής σε μια νοητική κατάσταση που σου προσφέρει η ευκολία.

Αυτή η ευκολία αναφέρεται ως ζώνη άνεσης, ή αλλιώς η κατάσταση στην οποία μένεις ναρκωμένος κάτω από την επήρεια μιας φαινομενικής σταθερότητας κι ασφάλειας, αποκρύπτοντας ευλαβικά όλα εκείνα τα σημεία που σε κάνουν διαθέσιμο για κατανάλωση. Γίνεσαι υπεράνθρωπος πριν νιώσεις άνθρωπος και ζηλεύεις τους Χmen που υπάρχουν μόνο σε ταινία. Δε θα σταθώ στους τρόπους που μπορείς να ξεφύγεις από αυτή την ύπνωση, ούτε στο γεγονός ότι δεν μπορείς ούτε να ορίσεις ούτε να προκαθορίσεις εξωγενείς παράγοντες που έρχονται για να ταράξουν τα λιμνάζοντα νερά.

Θα προτιμήσω να αφηγηθώ ένα περιστατικό μιας νεαρής κοπέλας που όταν είδε για πρώτη φορά τη θάλασσα τη μάγεψε τόσο που θέλησε να την πιει. Κάποια χρόνια πίσω, τότε που ο σωματικός μόχθος για την επιβίωση ήταν ένας ψυχικός αγώνας και που οι άνθρωποι έφτιαχναν μεγάλες οικογένειες, μια κοπέλα έφυγε από το ορεινό χωριό που ζούσε και στάλθηκε στην πρωτεύουσα σαν ψυχοκόρη στο σπίτι μιας εύπορης θείας. Ήτανε δεν ήτανε δεκαπέντε χρόνων όταν έφτασε για πρώτη φορά στην παραλία της Βουλιαγμένης. Τρελάθηκε σαν είδε το απέραντο γαλάζιο και δεν ήξερε πώς να κρύψει τη χαρά της. Έβλεπε τον κόσμο να κολυμπά κι εκστασιαζόταν. Άρχισε να τρέχει για να φτάσει κοντά της. Σταμάτησε στο σημείο που σκάει το κύμα  και που η φρεσκάδα του νερού ξυπνάει το κορμί. Ένας υπερυψωμένος βατήρας τριών μέτρων φαινόταν στον επόμενο κολπίσκο. Δεν μπορώ να ξέρω τι σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή, αλλά για το μόνο που είμαι σίγουρη είναι ότι άλλαξε πορεία, έφτασε κάτω από την πλατφόρμα, ανέβηκε τις ξύλινες σκάλες και στάθηκε με δέος στην άκρη της σανίδας. Της πήρε ένα λεπτό σκέψης, πριν βυθίσει το σώμα της στο νερό. Ακόμα και σήμερα σε ηλικία πια, που οι δυνάμεις της τήν εγκαταλείπουν και που τα χρόνια σταλάζουν σοφία, ορθώνει το ανάστημά της και τολμά. Αγωνίζεται για την έξαψη αυτής της βουτιάς!

Λένε ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει και διαδίδεται ένας μύθος που πλανά. Από την ημέρα της γέννησής του αρχίζει και μεταμορφώνεται. Αλλάζει το σώμα του, αυξάνει τις δυνάμεις του, πετυχαίνει, αποτυχαίνει, προοδεύει, στερεύει και βρίσκεται σε μια διαρκή εξέλιξη και κίνηση. Αυτός που δεν αλλάζει είναι εκείνος που δε θέλει να διαφοροποιηθεί κι αγαλλιάζει όταν βολεύεται σε όποια ασφάλεια άνεσης έχει επιλέξει.

Και μέσα σε όλα υπάρχει κι αυτή η ευκολία των πάντων που μας καταδυναστεύει. Ένα παράδειγμα είναι, πως μια συσκευασία που περιέχει όλα τα υλικά για ένα καλό μαγειρικό αποτέλεσμα καταφέρνει και γίνεται δέλεαρ αγοράς. Πόσο δύσκολο είναι να αναμείξεις το αλεύρι, το λάδι και τη ζάχαρη; Πόσο φυσιολογικό είναι να μην τα πετύχεις με την πρώτη; Και πόσο ικανοποιητικό είναι όταν το δικά σου γλυκά, αυτά που έφτιαξες με τη δική σου αγάπη και προσήλωση, λιώνουν γλυκά στον ουρανίσκο; Η ευκολία και η ασφάλεια ενός επιτυχημένου αποτελέσματος μιας φαντεζί συσκευασίας, σε κρατάνε όμηρο και σε αφήνουν μακριά από τη χαρά της δημιουργίας, την οξύνοια του πνεύματος, την αποδοχή και παραδοχή αρνητικών αποτελεσμάτων που στην ουσία είναι αυτά που σε σπρώχνουν λίγο πιο μπροστά. Η τόλμη δημιουργεί τις προϋποθέσεις και η σκέψη τις ολοκληρώνει.

Σε μια ομιλία της Brené Brown που δόθηκε τον Ιούνιο του 2010 στα πλαίσια της ΤedΧ σχετικά με την επιλογή της βολικής άνεσης και πώς σταματάει την εξέλιξη της ανθρώπινης ύπαρξης, αναφέρει ότι ο λόγος που αδρανούμε και μουδιάζουμε μπροστά στην αδυναμία είναι ο εξής: Οι σημερινοί ενήλικες της Αμερικής φέρονται ως η ομάδα των ανθρώπων με τα μεγαλύτερα ποσοστά χρεώσεων, παχυσαρκίας, εθισμών και λήψης φαρμάκων στην ιστορία της κι αυτή η εικόνα της υπερδύναμης χώρας, που δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές για το πώς θα κινηθεί ο κόσμος, αναπαράγεται και προβάλλεται ως τρόπος ζωής. Η γενιά μας, θα έλεγα, αντιδρά με ένα μοναδικό τρόπο. Αντίδραση εκ του ασφαλούς αν λάβω ως γνώμονα την άνεση με την οποία μπορούμε να εναντιωθούμε στα γεγονότα η να τα επικροτήσουμε με ένα like ή ένα dislike. Κι αυτό δεν είναι αρκετό, ή μάλλον δεν είναι τίποτα. Θέλει λίγη σκέψη για να διανύσεις μια ζωή όμορφη και ουσιαστικό αγώνα για να την υπερασπιστείς.

Το βιβλίο του Μ. Λουντέμη «Ένα παιδί μετράει τα άστρα» είναι από το ομορφότερα βιβλία για το μεγαλείο της ανθρώπινης παρουσίας. Το διαβάζεις  παιδί, νέος, μεσήλικας και κάθε φορά σού ανοίγει μια νέα πόρτα. Αποκαλύπτει την παιδικότητα και την ωριμότητα, την ανασφάλεια και την ανδρεία και κάπου μέσα σε όλα αυτά λέει: «Την αυγή ξεκίνησε. Ήταν παρηγορημένο. Είχε καταφέρει όλη τη νύχτα να μετρήσει  τ’ άστρα. Να τα μετρήσει όλα. Σιγά σιγά. Ένα-ένα.Όλα…

Και τα βρήκε σωστά.

 

Συντάκτης: Μόνικα Καράμπεη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου