Αναντίρρητα, καθείς από εμάς έχει βιώσει στιγμές όπου μυαλό και συναίσθημα σημείωσαν πλήρη παραφωνία. Προσπάθειες να κρατήσουμε ανθρώπους που οι ίδιοι αρνούνταν να κάνουν ένα βήμα πιο κοντά, απώλειες ενός έρωτα που άλλοτε στοίχισε πολύ κι άλλοτε έφερε λύτρωση από έναν συναισθηματικό βάλτο δίχως τελειωμό. Ο πληγωμένος σου εγωισμός από τη μία, τότε, προστάζει επιτακτικά να σηκωθείς και να συνεχίσεις, γιατί ως γνωστόν «τι είχαμε τι χάσαμε». Από την άλλη, θα μου πεις, η ψυχούλα σου το ξέρει για το «τι είχαμε», πώς κι αν θέλαμε να «τό χάσουμε» στην τελική.
Κάπου εδώ, αρχίζει μια διαδικασία διόλου υποφερτή κι εύκολη, γνωστή και ως “mind control”. Ένας άνθρωπος απέναντί σου, που κάποτε σε γέμισε χαρά, «σε έπεισε» πως κι έρωτας υπάρχει και τόν ζεις και τόν αξίζεις και θα τόν κρατήσεις ο κόσμος να χαλάσει. Ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει, ό,τι σου δόθηκε με δεξιοτεχνία φεύγει από τα χέρια σου, ό,τι ένιωσες φαίνεται να ήταν καλοστημένη πλάκα μικρής διαρκείας. Κι ερωτώ: Τελικά αυτό που ζούμε είναι ένα κουβάρι συμπτώσεων που μάς βρίσκει στον ύπνο, ή το κεφάλι μας παίζει κακή ταινία τα βράδια και φτάνουμε εδώ που φτάσαμε καρέ-καρέ και βάσει σεναρίου;
Η απάντηση μπορεί και να βρίσκεται κάπου στη μέση. Το σίγουρο είναι πως από ‘δω και πέρα, καλείσαι να διαλέξεις ποιον δρόμο θα ακολουθήσεις για να κλείσεις τα τραύματα που γεννήθηκαν είτε από τις λανθασμένες σου επιλογές, είτε από την άδικη αντιμετώπιση του ανθρώπου που ερωτεύτηκες, προς το πρόσωπό σου. Καλείσαι να ξετυλίξεις το κουβάρι που κρατάς στα χέρια σου, ή να το γιγαντώσεις σιγοψιθυρίζοντας το γνωστό τοις πάσι “hello darkness my old friend”. Κι αν δεν έχεις ήδη αναλύσει τις εναλλακτικές σου, λύση πάντα βρίσκεται.
Στην περίπτωση όπου ένας έρωτας, μια σχέση πολλά υποσχόμενη λήξει με τον έναν από τους δύο βαθιά πληγωμένο, το πρώτο που χρειάζεται ξεφόρτωμα είναι οι προσδοκίες που κάποτε αποτέλεσαν πηγή κι αιτία της ευτυχίας του. Ο δρόμος έχει ως πινακίδες την απομυθοποίηση και τέλος την απότομη και γνώριμη σε όλους μας μεταστροφή στον ρεαλισμό από την ιδανική κι αναντικατάστατη εικόνα που είχαμε για τον σύντροφο που ξάπλωνε τα βράδια δίπλα μας.
Ξεκινάς σιγά σιγά από την αρχή, δίνοντας βάση σε ρεαλιστικά αυτοκριτικά στοιχεία που συντήρησαν ή έσπασαν τη σχέση.΄Ισως στηρίζεσαι στο ότι επένδυσες συναισθηματικά σε έναν άνθρωπο που επέλεξε να αποχωρήσει, με τρόπο που εσένα σού δημιουργεί την ανάγκη να επαναπροσδιορίσεις τι θες, τι αντέχεις και τι αξίζεις, όμως και στην περίπτωση αυτή στρέφεις την προσοχή σου -και την ευθύνη- αλλού. Πρέπει ξανά, στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τον εαυτό σου, να βάλεις κάτω τι είναι αυτό που σε κάνει να θες να ζήσεις και πάλι τον έρωτα κι όχι να τόν φοβάσαι σαν ένα τραύμα που θα σε καίει ξανά και ξανά, ψάχνοντας για θύτες.
Υπάρχει κι άλλος τρόπος, που δεν επιλέγεται συνειδητά, ακούσια όμως, μπορεί και να τόν ακολουθήσουμε. Μετά τον χωρισμό, είναι σαν να παγώνει κανείς τον χρόνο μην αφήνοντας να δει τα γεγονότα, να τ’ ακολουθήσει, να χαράξει μια νέα γραμμή πορείας, ικανή να τόν πάει, αν όχι κάπου καλύτερα, κάπου που τουλάχιστον δε θα είναι τόσο άβολα. Φυσικό επακόλουθο αυτού, είναι η άρνηση της κατάστασης. Αρνείται κανείς να δει τους λόγους που η σχέση έλαβε τέλος, αρνείται να καταλάβει πως δεν πήρε όσα είχε θέσει ως στάνταρτς εαυτού.
Εστιάζουμε με λίγα λόγια στο γεγονός πως χάσαμε κάτι που αγαπήσαμε και μάς έκανε να νιώσουμε δυνατά. Και μέχρι εδώ καλά. Ο πόνος της απόρριψης όμως, της απογοήτευσης, ευθύνη του ίδιου μας του εαυτού δεν είναι να τόν διατηρήσει; Η απάντηση φανερή κι άβολη. Παρ’ όλα αυτά, η σκέψη μας συνεχίζει και τρέχει σε στιγμές του παρελθόντος, σε στιγμές που επανειλημμένα παίζουν μια κασέτα στο κεφάλι μας: «γιατί έπρεπε να συμβεί σε μας αυτό;»
Ο χρόνος κυλά, η ζωή περνά κι είναι απόφαση δική μας εάν θα περάσει με εμάς εμάς τους ίδιους μέσα σε αυτή, ή κάπου παραπέρα. Όσο θα έρχονται και θα φεύγουν άνθρωποι στο δρόμο μας, αυτό θα είναι αρκετή και περίτρανη επιβεβαίωση πως όλα τα ενδεχόμενα μένουν ανοιχτά. Κι ο πόνος του χωρισμού ανθρώπινος είναι, μα δεν μπορούμε να ζούμε με αυτόν από δίπλα για πολύ. Γιατί, ίσως τελικά το κουβάρι που ονομάζουμε ζωή, να ξετυλίγεται πιο εύκολα απ’ ό,τι μάς έκαναν να πιστεύουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου