Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς. (Ναζίμ Χικμέτ)

 

Οκτώβριος του 1934 στο Μπουένος Άιρες, ο Ανδαλουσιανός ποιητής στέκεται μπροστά στα ανήσυχα μάτια χιλιάδων ανθρώπων και ξεστομίζει μία μονάχα λέξη που έμελλε να συνταράξει τον κόσμο περισσότερο από όλες τις άλλες μαζί: το Ντουέντε! O Federico García Lorca φαίνεται να είχε εναποθέσει όλη την κοσμοθεωρία του σε αυτή τη λέξη, όπου ακόμα και σήμερα κανείς δε φαίνεται να μπορεί να εξηγήσει επακριβώς τη σημασία αλλά και το περιεχόμενό της κι όμως, εάν την παρατηρήσουμε λίγο καλύτερα θα μας φανερώσει από μόνη της την ουσία της.

Έχει κάτι το μυστηριακό και το αιώνιο αλλά συγχρόνως σηματοδοτεί τη ζωή και τον θάνατο. Είναι μία εσωτερική δύναμη και θέρμη, είναι ένας αδιάκοπος αγώνας προς την κατάκτηση της ζωής και μία πηγαία ενέργεια κρυμμένη σε κάθε άνθρωπο. Αποτελεί το βασικό συστατικό των τεχνών -εάν ο άνθρωπος δεν είναι η ύψιστη μορφή τέχνης, ποιος θα μπορούσε να είναι-, του χορού, την ποίησης και της μουσικής. Μιλά στην ψυχή για όλα όσα χάθηκαν, της στερήθηκαν και για όλα εκείνα που αναμένει να έρθουν στη ζωή, όπου όταν όλες οι υπερφυσικές υπάρξεις που σηματοδοτούν τη γέννηση των πάντων (όπως οι μούσες και οι άγγελοι), το ντουέντε είναι εκείνο που επουλώνει τς πληγές του παρελθόντος για να δημιουργήσει νέες.

Η λέξη αυτή εξιστορεί τις ατελείωτες καλοκαιρινές νύχτες και τα ήρεμα πρωινά, αποτυπώνει τη στιγμή που ο ζωγράφος σχηματίζει με το κόκκινο πινέλο του μία καθοριστική γραμμή, μαρτυρά το βίωμα του ποιητή και βρίσκεται παρούσα στη δημιουργία του άψυχου αγάλματος. Σε όλες εκείνες τις ένδοξες αναμνήσεις της ανθρωπότητας, στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων, στις αιματηρές επαναστάσεις και στις διακηρύξεις περί ελευθερίας υπήρχε ανάμεσά μας, στην ατμόσφαιρα διάχυτο και κατέκλυζε τα πάντα.

Αντιπροσωπεύει την απλότητα της περιπλοκότητας, το σημείο εκείνο όπου τα πάντα συγχέονται και ξεδιαλύνει τα πάντα για να μας οδηγήσει στα άκρα, τα ύψιστα συναισθήματα του μίσους και του έρωτα, του φόβου και της άγνοιας, της αγάπης και της αδιαφορίας. Μας αναγκάζει ουσιαστικά να βρεθούμε στο έσχατο σημείο, να πέσουμε στο χώμα και να νιώσουμε τη θέρμη του, να κοιτάξουμε κατάματα τον ήλιο και να μην τρέμουμε από την αλήθεια του, να αγκαλιάσουμε τους γονείς μας και να αφεθούμε στο άγγιγμά τους, να κοιτάξουμε τον αγαπημένο μας άνθρωπο και να αφήσουμε την καρδιά μας να τον εξυμνήσει. Το ντουέντε ξεπερνά τις τέχνες και διαχέεται στην καθημερινή ζωή, ξεκινά από τα μικρά παιδιά, εκτείνεται στη φύση κι αγγίζει τις πιο γυμνές στιγμές της ζωής μας. Μεταβάλλει τα πάντα δίχως να αλλάζει τίποτα φαινομενικά και στέκεται αγέρωχο ενώπιον όλων, σαν να έχει απόλυτη δικαιοδοσία να βρίσκεται εκεί, σαν να είναι η θέση του στον κόσμο. Έχει φλέβες μέσα του όπου ρέει άλικο μελάνι, πάλλεται η καρδιά του και ο ανήσυχος νους του ποτέ δε σταματά να εκτιμά και να χαίρεται, να λυπάται και να οδύρεται, να χαμογελά πλατιά και να χορεύει δίχως σταματημό, να επινοεί στίχους αβίαστα, με μια μουσική να τον συντροφεύει συνεχώς.

Ένας άνθρωπος με ντουέντε είναι πραγματικά ελεύθερος, απαλλαγμένος από προκαθορισμένες επιλογές και στερεοτυπικές ταμπέλες για εκείνον, αφήνεται στο συναίσθημά του και καθοδηγείται από την ψυχή του, ζει κάθε στιγμή στο έπακρον και δράττεται κάθε ευκαιρίας. Είναι ένας κυνηγός στιγμών κι εμπειριών που θα διηγείται έπειτα από χρόνια και θα θυμάται, με όλη του την υπόσταση, πως ήταν «εκεί», σε κάθε αόριστο και προσωπικό μας «εκεί» που αναπολούμε νοσταλγικά. Προστάζει τον άνθρωπο που το κατέχει να μετουσιωθεί σε κάτι νέο, να είναι καινούριος σαν κάθε ξημέρωμα, αέναα παρθένος στη συγκίνηση (Φ. Πεσσόα), να μιλά τη γλώσσα του κόσμου και να συναντά την ιστορία στα μάτια κάθε ατόμου. Το ντουέντε επιτρέπει την υπέρμετρη ευτυχία και στεναχώρια, τρέφεται με το πάθος για κάθε τι που πραγματοποιείται με διάθεση και πηγάζει από την επιθυμία, αγαπά τον άνθρωπο γιατί του δίνει την πνοή ζωής που χρειάζεται για να εκδηλωθεί αλλά κι εκείνο του επιστρέφει όλο του το εσωτερικό θάρρος, την πυγμή και την πεποίθηση πως τα πάντα που τον αφορούν είναι σπουδαία.

Αυτό λοιπόν που ίσως έχουμε ανάγκη περισσότερο από όλα στη σημερινή εποχή, είναι ακριβώς αυτή η απροσδιόριστη λέξη. Αυτό που θα μπορούσε να μας χαρακτηρίζει και να δίνει ένα βαθύτερο νόημα στην καθημερινότητά μας είναι το ντουέντε, όλα εκείνα τα στοιχεία που ελλοχεύουν μέσα τους και εμείς οφείλουμε να τα ανακαλύψουμε στην ψυχή μας και να τα εξελίξουμε εμπράκτως. Κάτω από όποια συγκυρία κι εάν στεκόμαστε, μέσα στην πολύβουη ζωή μας, σε κάθε τι που επιλέγουμε συνειδητά για τον εαυτό μας, έχουμε ανάγκη μιας φλόγας, μιας φωτιάς που θα καίει συνεχώς μέσα μας και θα μας ωθεί στο να πραγματοποιούμε κάθε μας ενέργεια και σκέψη με διαφάνεια και ειλικρίνεια. Το ντουέντε, είναι το σπίρτο που ξεκινά από τα πέλματά μας και ξεχύνεται σε όλο μας το σώμα, είναι η δύναμη που πρέπει να μας συνταράσσει και να μας συγκινεί, είναι όλα όσα φοβόμαστε να είμαστε και γι’ αυτόν τον λόγο, δειλιάζουμε να ορίσουμε αυτή την λέξη. Ντουέντε είναι ο άνθρωπος -είμαστε εμείς- και όσα έχουμε τη δύναμη να γίνουμε!

 

Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Μα εγώ σε τραγουδάω. Γι’ αυτούς που θα ‘ρθουν τραγουδώ τη χάρη κι ομορφιά σου.
 
Τη μεστωμένη γνώση σου, του νου τη φρονιμάδα. Τη δίψα σου για θάνατο, τη γέψη των χειλιών του.
 
Τη θλίψη που είχε μέσα της η γελαστή χαρά σου. (μτφρ. Νίκος Γκάτσος για τον Federico García Lorca)

 

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου